Πολιτική

Το σχέδιο «Β» στη διαπραγμάτευση


Συμφωνία με την Κομισιόν για τα εργασιακά, παράκαμψη του «άκαμπτου» ΔΝΤ. Ποια βέλη έχει στη «φαρέτρα» του το Ταμείο για να αντεπιτεθεί. Σε ρόλο-κλειδί ο Β. Σόιμπλε.

 

Να μετατρέψει τα εργασιακά σε «ευρωπαϊκή υπόθεση», κλείνοντας συμφωνία με την Κομισιόν και παρακάμπτοντας το άκαμπτο βέτο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, επιχειρεί τώρα η κυβέρνηση, εφαρμόζοντας διαπραγματευτικό «σχέδιο Β», μετά το αδιέξοδο που σημειώθηκε για το θέμα στις τεχνικές διαπραγματεύσεις της Αθήνας.

Τα εργασιακά είναι το μοναδικό θέμα από το φάκελο της δεύτερης αξιολόγησης, στο οποίο δεν σημειώθηκε η παραμικρή πρόοδος κατά τη διαπραγμάτευση με τους επικεφαλής και τα τεχνικά κλιμάκια των Θεσμών, με αποτέλεσμα να μπλοκάρεται η τεχνική συμφωνία (staff level agreement) και να γίνεται ορατός ο κίνδυνος να περάσει και η επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup χωρίς αποτελέσματα, με μια απλή «διαπίστωση προόδου».

Η άκαμπτη εμμονή του Ταμείου να μην «ξηλωθούν» οι αλλαγές του 2011-2012, αλλά να επεκταθούν, προκάλεσε έντονο εκνευρισμό στη διαπραγματευτική ομάδα της ελληνικής πλευράς. Μάλιστα, εκλήφθηκε περίπου ως πρόκληση η δήλωση που φέρεται να έκανε η Ντέλια Βελκουλέσκου, όταν η ελληνική πλευρά έθεσε θέμα ευρωπαϊκού κεκτημένου και βέλτιστων πρακτικών: «Οι βέλτιστες πρακτικές στην Ευρώπη εφαρμόζονται στην Ελλάδα», είπε η επικεφαλής του κλιμακίου του ΔΝΤ, αναφερόμενη στην πλήρη αποδιάρθρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Μάλιστα, το Ταμείο φέρεται διατεθειμένο να εγκρίνει την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων μόνο ύστερα από πολλά χρόνια, όταν θα έχει υποχωρήσει η ανεργία κάτω από το 10%.

Πολιτική διαπραγμάτευση

Η κυβέρνηση εγκαταλείπει, πλέον, κάθε προσδοκία ότι μπορεί να αλλάξει η στάση του ΔΝΤ και εναποθέτει τις ελπίδες της για συμφωνία στα εργασιακά στην Κομισιόν. Τη νέα απόπειρα της κυβέρνησης για μια πολιτική διαπραγμάτευση με τους δανειστές ανήγγειλε ο πρωθυπουργός, την Παρασκευή, στις δηλώσεις του μετά την ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής, εστιάζοντας στο μεγάλο εμπόδιο των εργασιακών.

Ο Αλέξης Τσίπρας δήλωσε ότι το θέμα των εργασιακών δεν μπορεί να λυθεί στο επίπεδο των τεχνικών κλιμακίων. Σχολίασε τις θέσεις του ΔΝΤ, λέγοντας ότι είναι γνωστές από καιρό, αλλά η εμπειρία του Ταμείου προέρχεται από χώρες εκτός του ευρωπαϊκού πλαισίου. «Το ζήτημα θα λυθεί σε ανώτερο επίπεδο. Οι αποφάσεις λαμβάνονται από το σύνολο των θεσμών και όχι μόνο από έναν θεσμό», τόνισε ο πρωθυπουργός, προαναγγέλλοντας μια προσπάθεια για παράκαμψη του Ταμείου.

Εξηγώντας τη διαπραγματευτική τακτική που θα ακολουθήσει στο εξής η κυβέρνηση, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δ. Τζανακόπουλος, παραδέχθηκε ότι οι Ευρωπαίοι δεν αφήνουν έδαφος για διαπραγματεύσεις σε πολιτικό επίπεδο, αφού η πάγια θέση τους είναι ότι τα ζητήματα της διαπραγμάτευσης πρέπει να λύνονται σε τεχνικό επίπεδο.

Ξεχώρισε, ωστόσο, το θέμα των εργασιακών, λέγοντας ότι ειδικά σε αυτή την περίπτωση «πρέπει και η Ευρώπη να αναλάβει τις πολιτικές της ευθύνες, με δεδομένο ότι αυτό που ζητά το ΔΝΤ είναι εκτός του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, παραβιάζει τον ευρωπαϊκό χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων και επομένως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και από την Ευρώπη στο βαθμό που η Ευρώπη θέλει να συνεχίσει να σέβεται τον εαυτό της».

Και πρόσθεσε ότι «υπ’ αυτή την έννοια, θα υπάρξουν συζητήσεις σε όλα τα επίπεδα και θα επιδιώξουμε τις ευρύτερες δυνατές συναινέσεις, ώστε να υποστηρίξουμε τις θέσεις μας για την ανάγκη αποκατάστασης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την ανάγκη της επαναρρύθμισης της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα».

Οι κίνδυνοι και τα... βέλη του ΔΝΤ

Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση θα επιχειρήσει το αμέσως επόμενο διάστημα να καταλήξει με την Κομισιόν σε μια συμφωνία για τα εργασιακά, με βασικό θέμα την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που «ξηλώθηκαν» το 2011. Αυτή τη συμφωνία θα επιχειρήσει να επιβάλει στο Ταμείο, καθώς πράγματι τα εργασιακά εντάσσονται στο φάκελο των θεμάτων που αφορούν τη συμφωνία του 2015 για το δάνειο από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, για τα οποία τον πρώτο λόγο έχει η Κομισιόν.

Όμως, όσο κι αν φαίνεται θεωρητικά ορθή αυτή η διαπραγματευτική τακτική, δεν παύει να κρύβει σοβαρούς κινδύνους για μια άκρως επώδυνη αποτυχία. Η κυβέρνηση δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη στους υπολογισμούς της το νέο ρόλο που έχει πλέον στη διαπραγμάτευση το ΔΝΤ, από τη στιγμή που έγινε δεκτό από την ελληνική πλευρά ότι θα πρέπει να συμφωνήσει με το Ταμείο ένα νέο χρηματοδοτικό πρόγραμμα, υπό την απειλή της Γερμανίας ότι χωρίς συμμετοχή του διεθνούς οργανισμού το παρόν πρόγραμμα ακυρώνεται.

Στην ουσία, δηλαδή, μπορεί τύποις να ισχύει η κυβερνητική θέση ότι τις αποφάσεις λαμβάνουν όλοι οι θεσμοί, αλλά στην πραγματικότητα το ΔΝΤ έχει πια στη φαρέτρα του ένα δηλητηριώδες βέλος, ένα άτυπο δικαίωμα «βέτο», αφού μπορεί να κρίνει ότι όσα θα συμφωνήσει η Αθήνα με τις Βρυξέλλες δεν συνάδουν με τις απαιτήσεις του για ένα νέο πρόγραμμα χρηματοδότησης της Ελλάδας και να «παγώσει» τη διαδικασία εισαγωγής του θέματος στο εκτελεστικό του συμβούλιο.

Τα εργασιακά και το χρέος

Ακόμη και αν υποχωρήσει το Ταμείο, αποδεχόμενο μια συμφωνία Αθήνας-Βρυξελλών για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αυτό δεν θα σημαίνει ότι το πρόβλημα ξεπεράσθηκε. Το Ταμείο, που έχει κατ’ επανάληψη τονίσει ότι οι αλλαγές του 2011 αποτελούν κορυφαία διαρθρωτική μεταρρύθμιση, που συνέβαλε στη δραστική μείωση του εργατικού κόστους και στην αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, θα αλλάξει σε πολύ μεγάλο βαθμό τους υπολογισμούς του για τη βιωσιμότητα του χρέους, εάν συμφωνηθεί η επαναρρύθμιση της αγοράς εργασίας.

Πολύ απλά, ο κίνδυνος είναι να μειώσει ακόμη περισσότερο (ήδη μειώθηκε στην τελευταία έκθεση του άρθρου IV) το μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, ένα δείκτη-κλειδί στους υπολογισμούς για το χρέος. Και αν γίνει τέτοια αλλαγή, θα οδηγεί σε αυξημένες απαιτήσεις ελάφρυνσης χρέους από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, την ώρα που αυτές θα προσπαθούν να «ξορκίσουν», για τους δικούς τους πολιτικούς/εκλογικούς λόγους, την παροχή ελαφρύνσεων στην Ελλάδα.

 

Τελικός κριτής σε αυτή την αντιπαράθεση με το ΔΝΤ δεν θα είναι η Κομισιόν, αλλά το Eurogroup και ο Β. Σόιμπλε, στο βαθμό που η συζήτηση για τα εργασιακά δεν αφορά μόνο γενικές ιδέες για την προστασία των εργαζομένων στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, αλλά αγγίζει τη βιωσιμότητα του χρέους και το κόστος μιας ελάφρυνσης για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.

Το τελικό ερώτημα, λοιπόν, θα είναι αν ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών θα θελήσει να κλείσει τη διαπραγμάτευση με μια δική του υποχώρηση, για να αποφύγει μια όξυνση του ελληνικού ζητήματος σε προεκλογική περίοδο, ή αν απλώς θα επιπλήξει την κυβέρνηση, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι δεν σέβεται την υποχρέωσή της για υλοποίηση μεταρρυθμίσεων...

Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις