Την πρόωρη έξοδο της χώρας από το ευρωπαϊκό καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας σχεδιάζει η κυβέρνηση, λίγο πριν αρχίσουν οι συνομιλίες για τη δωδέκατη αξιολόγηση από τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς, που φέρνουν τη χώρα στο τέλος του τρίτου από τα τέσσερα έτη της επιτήρησης, η οποία είχε συμφωνηθεί το καλοκαίρι του 2018 με την έξοδο από τρίτο μνημόνιο. Τα εμπόδια προς την επίτευξη αυτού του στόχου μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2022 είναι αρκετά, καθώς οι Ευρωπαίοι δεν θα «ανάψουν πράσινο» αν δεν πεισθούν για τη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών.
Στη μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που βρίσκεται συνεχώς σε καθεστώς εξωτερικής οικονομικής επιτήρησης για περισσότερο από μια δεκαετία, ο τερματισμός αυτού του καθεστώτος έχει, αναμφίβολα, υψηλή πολιτική και συμβολική αξία και η κυβέρνηση υπολογίζει ότι θα την εξαργυρώσει στις επόμενες εκλογές, για αυτό και επιταχύνει τον βηματισμό της ώστε να τερματισθεί η επιτήρηση μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2022, δεδομένου ότι αμέσως μετά συμπληρώνεται η τριετία της θητείας της και αυξάνονται οι πιθανότητες για εκλογές.
Σε ό,τι αφορά την ουσία του θέματος, η έξοδος από την ενισχυμένη εποπτεία μπορεί να μην απελευθερώνει εντελώς την άσκηση της οικονομικής πολιτικής, αφού θα συνεχισθεί η «κανονική» εποπτεία στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εξαμήνου, όμως η κυβέρνηση θα αποφύγει την ανά τρίμηνο διαπραγμάτευση με τους Θεσμούς για όλα τα σημαντικά μέτρα πολιτικής, μια διαδικασία που περιορίζει την ευελιξία σε παροχές και ελαφρύνσεις και, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά, μπορεί να οδηγεί ακόμη και στην ακύρωση ή σε σημαντική τροποποίηση πρωτοβουλιών της κυβέρνησης.
Το αίτημα για πρόωρη λήξη της εποπτείας έχει ήδη αρχίσει να συζητείται παρασκηνιακά με τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς, χωρίς βέβαια να έχει «ανάψει πράσινο» από τώρα. Η ελληνική πλευρά θέλει να γίνουν μόνο μία ή δύο αξιολογήσεις μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2022 και να αποφύγει τις επόμενες, ως το τέλος του έτους, ώστε στο δεύτερο εξάμηνο η χώρα να περάσει στην κανονικότητα. Για να γίνει αυτό, όμως, οι προϋποθέσεις που τίθενται είναι αρκετές και δύσκολες:
- Το κυριότερο ζήτημα είναι, αναμφίβολα, η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών. Το πλάνο της κυβέρνησης προβλέπει ότι τα τεράστια πρωτογενή δημοσιονομικά ελλείμματα της περιόδου 2020 - 2021 θα εξαλειφθούν από το 2022 και από το 2023, όπως τόνισε και ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στο Reuters, θα επανέλθουμε σε πλεονάσματα.
- Όμως, σε αυτό το γενικό πλάνο οι Ευρωπαίοι θέτουν δύο «αστερίσκους»: αφενός, θα πρέπει να αποδειχθεί και από τα στοιχεία ότι είναι δυνατός ο εκμηδενισμός των ελλειμμάτων το 2022 και ότι πράγματι βαδίζουμε προς τα πλεονάσματα από το 2023. Το αμέσως επόμενο ερώτημα, όμως, είναι «ποια πλεονάσματα»; Η ισχύουσα συμφωνία για πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% του ΑΕΠ δεν θεωρείται βιώσιμη από την ελληνική πλευρά και θα πρέπει να συζητηθεί το ακανθώδες θέμα του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, δηλαδή αν και πόσο θα μειωθεί τελικά ο στόχος του 2,2%. Όλα αυτά, λένε οι Ευρωπαίοι, θα πρέπει να συζητηθούν και υπό το φως μιας νέας ανάλυσης για τη βιωσιμότητα του χρέους, δεδομένου ότι η κρίση της πανδημίας άλλαξε σημαντικές παραμέτρους προς το χειρότερο (αύξηση ονομαστικού χρέους) ή και προς το καλύτερο (νέοι πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης).
- Δεύτερο σημαντικό θέμα είναι η ολοκλήρωση εντός του χρόνου της ενισχυμένης εποπτείας των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων. Οι Ευρωπαίοι είναι διατεθειμένοι μεν να επιτρέψουν να ολοκληρωθούν αργότερα κάποιες, δευτερεύουσας σημασίας μεταρρυθμίσεις, όμως επιμένουν ότι ο κύριος όγκος των μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να γίνουν πριν τον τερματισμό της ενισχυμένης εποπτείας, ενώ θα πρέπει και να συμφωνηθεί ποιες θα είναι οι μεταρρυθμίσεις που θα ολοκληρωθούν πριν «ανάψει πράσινο» για την έξοδο από την επιτήρηση. Επιπλέον, θέλον να έχουν τη βεβαιότητα ότι μεταρρυθμίσεις μεγάλης σημασίας, όπως ο νέος πτωχευτικός νόμος ή οι νέες ρυθμίσεις για τις καθυστερούμενες συντάξεις, εφαρμόζονται πράγματι και παράγουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.