Από μηδενική βάση θα εξετασθούν από τις αρχές του επόμενου έτους τα εξοπλιστικά προγράμματα των ενόπλων δυνάμεων και αναπόφευκτα θα πέσει... ψαλίδι σε ορισμένα εξ αυτών, καθώς η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρούς δημοσιονομικούς περιορισμούς, ενώ αλλάζουν και οι εκτιμήσεις για τις επιχειρησιακές ανάγκες.
Η εντύπωση που δημιουργήθηκε ότι οι αμυντικές δαπάνες δεν θα λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ελλείμματος, μάλλον είναι εσφαλμένη - και η κυβέρνηση έσπευσε πρόωρα να πανηγυρίσει.
Η πολιτική συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Ecofin την περασμένη Παρασκευή για τα περισσότερα ανοικτά ζητήματα των νέων δημοσιονομικών κανόνων οδήγησε τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών σε μια αισιόδοξη ανάγνωση των εξελίξεων. Όπως δήλωσε, «σημειώθηκε πρόοδος ως προς τη διαμόρφωση ενός νέου Συμφώνου Σταθερότητας που θα διασφαλίζει ταυτόχρονα τη δημοσιονομική πειθαρχία και την οικονομική ανάπτυξη, ενώ θα λαμβάνει ειδική μέριμνα για τις χώρες με υψηλές αμυντικές δαπάνες.
».Φαίνεται ότι το πάγιο αίτημα των ελληνικών κυβερνήσεων για εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από την διαδικασία υπολογισμού του υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος συγκεντρώνει πλέον την συναίνεση των κρατών μελών και αυτό είναι μια πολύ σημαντική είδηση για την Ελλάδα», είπε ο υπουργός.
Με δεδομένες τις πολύ υψηλές αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας, που ήταν το 2022 οι μεγαλύτερες στην Ευρώπη ως ποσοστό του ΑΕΠ (βλ. πίνακα της European Defence Agency), μια εξαίρεσή του από τον υπολογισμό του ελλείμματος, που δεν πρέπει να υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ, θα είχε πράγματι καταλυτική επίδραση στο άνοιγμα νέων δημοσιονομικών περιθωρίων για τη χώρα.
Για παράδειγμα, με συνολικές αμυντικές δαπάνες που αντιστοιχούσαν στο 3,9% του ΑΕΠ το 2022, η Ελλάδα θα μπορούσε να ελεγχθεί για υπερβολικό έλλειμμα μόνο αν αυτό ξεπερνούσε το 6,9% του ΑΕΠ!
Αμυντικές δαπάνες στην Ευρώπη (% ΑΕΠ, 2022)
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, όμως, τέτοια εξαίρεση δεν πρόκειται να αναγνωρισθεί στο πλαίσιο των νέων δημοσιονομικών κανόνων. Το πιθανότερο σενάριο που συζητείται είναι να εξαιρούνται από το έλλειμμα μόνο οι πρόσθετες δαπάνες που θα γίνονται πέραν του μέσου όρου της αμέσως προηγούμενης τετραετίας. Αν, για παράδειγμα, ο μέσος όρος αυτών των δαπανών ήταν 2% του ΑΕΠ και η Ελλάδα δαπανήσει 3% του ΑΕΠ σε ένα έτος, τότε θα αφαιρούνται από τον υπολογισμό του ελλείμματος οι δαπάνες που θα αντιστοιχούν στο 1% του ΑΕΠ.
Ανεξάρτητα από αυτή τη συζήτηση, πάντως, για την Ελλάδα ο μεγαλύτερος περιορισμός σε ό,τι αφορά τις εξοπλιστικές δαπάνες δεν έρχεται από την πλευρά των ετήσιων ελλειμμάτων, αλλά από την πλευρά του δημοσίου χρέους. Ως γνωστόν, η χώρα βρίσκεται σε ένα πολύ στενό μονοπάτι βιωσιμότητας του χρέους για τα επόμενα χρόνια, η οποία θα επανεξετασθεί από τους Ευρωπαίους το 2032, όταν και θα λήξουν οι ευνοϊκές διευθετήσεις που έχουν συμφωνηθεί από το 2018.
Εάν «φορτωθεί» το χρέος με υπερβολικά ποσά αμυντικών δαπανών, που θα εξυπηρετηθούν σε μακροχρόνιο ορίζοντα, ο κίνδυνος για την Ελλάδα είναι να αναθεωρηθούν οι παράμετροι βιωσιμότητας του χρέους και να μπει η χώρα σε νέα περιπέτεια, σε μια περίοδο μάλιστα όπου θα αγωνίζεται να αγωνίζεται να ξεφύγει από το αρχικό «σκαλοπάτι» του investment grade και να ανακτήσει το "A" που είχε πριν την οικονομική κρίση.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση αναμένεται να προχωρήσει σε ριζική επανεξέταση των εξοπλιστικών προγραμμάτων που βρίσκονταν σε αρχικά ή προχωρημένα στάδια, ώστε να καταρτίσει το νέο δωδεκαετές εξοπλιστικό πρόγραμμα. Οι διαδικασίες αναμένεται να αρχίσουν στις αρχές του επόμενου χρόνου, όπου θα έχει αλλάξει και η ηγεσία στο ΓΕΕΘΑ. Το μόνο πρόγραμμα που θεωρείται στρατηγικής σημασίας και θα αποφύγει μετά βεβαιότητας οποιοδήποτε «ψαλίδισμα» κονδυλίων είναι αυτό για τα μαχητικά αεροσκάφη F-35.
Ερώτημα είναι αν και σε ποιο βαθμό θα προχωρήσουν τα προγράμματα για τις κορβέτες του Πολεμικού Ναυτικού και η ενεργοποίηση της option για μία ακόμα γαλλική φρεγάτα FDI. Βασικά έργα υποδομών, όπως ο ναύσταθμος στη Σούδα και το λιμάνι στον Παγασητικό δεν συγκεντρώνουν πολλές πιθανότητες να υλοποιηθούν βάσει των αρχικών σχεδιασμών.
Αποφάσεις αναμένονται και για τον εκσυγχρονισμό των τεσσάρων φρεγατών ΜΕΚΟ κλάσης ΥΔΡΑ, ένα πρόγραμμα με κόστος αυξημένο στα 643 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τους τελευταίους υπολογισμούς του υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Υπάρχουν ακόμη εκκρεμότητες για αποφάσεις για μη επανδρωμένα αεροσκάφη τύπου MQ-9Β Reaper μέσω διακρατικής συμφωνίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και των συστημάτων πυροβολικού MLRS με κόστος πάνω από ένα δισ. Αποφάσεις αναμένονται για τα C-130, τα ελικόπτερα ΝΗ-90 και τα Super Puma.
Ο υπουργός Άμυνας, Νίκος Δένδιας, έδωσε τη γενική κατεύθυνση για τις νέες αξιολογήσεις που θα γίνουν, δηλώνοντας στο «Βήμα της Κυριακής» ότι:
- Μετά από τέσσερα χρόνια εξοπλιστικών προγραμμάτων, περίπου 14 δισ. ευρώ, καταφέραμε να αποκαταστήσουμε σε μεγάλο βαθμό τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Ένοπλες Δυνάμεις μας λόγω τα υποχρηματοδότησής τους μέχρι το 2019. Ο προγραμματισμός δαπανών όμως των μελλοντικών εξοπλιστικών συναντά τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο και τη νέα πραγματικότητα που δημιουργούν τα αυτονόμως κινούμενα σε αέρα γη και θάλασσα, η τεχνητή νοημοσύνη, οι νέες τεχνολογίες, η κυβερνο-ασφάλεια και άλλες σύγχρονες προκλήσεις ασφαλείας.
- Σε αναμονή και της απόφασης της EE για εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους δημοσιονομικούς περιορισμούς είμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε σε προτεραιοποίηση του προγραμματισμού σε βάθος δωδεκαετίας των εξοπλιστικών μας προγραμμάτων. Στόχος μας είναι παράλληλα να αξιοποιήσουμε με τον βέλτιστο τρόπο τα χρήματα που διαθέτει ο ελληνικός λαός από το υστέρημά του για τις Ένοπλες Δυνάμεις.