Πολιτική

Το ολέθριο σφάλμα μιας «σκληρής» διαπραγμάτευσης


Ένας χρόνος σπαταλήθηκε στη «μάχη» με το ΔΝΤ και καταλήξαμε στην ίδια συμφωνία που βρισκόταν στο τραπέζι από τις αρχές του 2016. Τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ η ζημιά.

Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΑΜΠΑΝΗ*

Κάποτε μαθαίναμε να ζούμε με τους σεισμούς. Από το 2015 αρχίσαμε να μαθαίνουμε, με επώδυνο τρόπο, να ζούμε με τα καταστροφικά λάθη της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ στη διαχείριση των σχέσεων με τους θεσμικούς πιστωτές της χώρας.

Άλλοι, σοφότεροι του υπογράφοντος, έχουν επιχειρήσει να προσεγγίσουν τα λάθη του πρώτου υπουργού Οικονομικών των κυβερνήσεων Τσίπρα, του Γιάνη Βαρουφάκη, προσπαθώντας, με διάφορες προσεγγίσεις, να υπολογίσουν το κόστος που είχαν για την ελληνική οικονομία και την κοινωνία.
Τώρα που η «σκληρή» διαπραγμάτευση με τους πιστωτές έχει λήξει και έχει κατατεθεί στη Βουλή ένα πολυνομοσχέδιο χιλίων σελίδων, με σκληρά μέτρα που ξεπερνούν τη διάρκεια ισχύος του τρίτου μνημονίου, ίσως είναι η κατάλληλη στιγμή για να προσεγγίσει κανείς τα ολέθρια σφάλματα του δεύτερου υπουργού Οικονομικών των κυβερνήσεων Τσίπρα, του Ευκλείδη Τσακαλώτου.

Ενός υπουργού -και αυτό έχει σημασία- στο πρόσωπο του οποίου τέμνονται δύο ρόλοι: του επικεφαλής διαπραγματευτή και του επικεφαλής της ισχυρής εσωκομματικής πτέρυγας των 53+, της οποίας ατύπως ηγείται ο κ. Τσακαλώτος.

Το κεντρικό συμπέρασμα από την αξιολόγηση της διαπραγμάτευσης που έγινε από τον κ. Τσακαλώτο είναι ότι η «σκληρή» τακτική του - ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της σχέσης με το ΔΝΤ - αποδεικνύεται πλέον από τα ολέθρια αποτελέσματά της ότι ήταν εντελώς εσφαλμένη. Η οικονομία θυσιάσθηκε στο βωμό κομματικών ισορροπιών και πολιτικών ιδεοληψιών.

Ας δούμε τα γεγονότα:

- Αυτό που συζητήθηκε επί πολλούς μήνες δεν ήταν απλώς η αξιολόγηση για να εκταμιευθεί μια δόση, αλλά το πώς θα γινόταν δυνατή η συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Τελικά, ύστερα από τόσες διαπραγματεύσεις, τόσους πολιτικούς ελιγμούς από τον Ευ. Τσακαλώτο και τον Αλέξη Τσίπρα, τόσες ανεδαφικές προσδοκίες ότι κάποιος από μηχανής Θεός θα έδιωχνε το ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα (ακόμη και στον Τραμπ εναποτέθηκαν ελπίδες), η κυβέρνηση σάλπισε... άτακτη υποχώρηση και δέχθηκε όλα τα μέτρα που ζητούσε το Ταμείο για την περίοδο ΜΕΤΑ τη λήξη του τρίτου μνημονίου (γι’ αυτό και πολλοί λένε, όχι άδικα, ότι στην πραγματικότητα συνομολογήθηκε ένα τέταρτο μνημόνιο).

- Για να χρυσωθεί το χάπι της άτακτης υποχώρησης, επινοήθηκαν από την κυβέρνηση τα περιβόητα αντίμετρα, που δήθεν εξισορροπούν πλήρως το οικονομικό και δημοσιονομικό αποτέλεσμα των σκληρών μέτρων.

 Η αχρείαστη διαπραγμάτευση

Σε αυτό το σημείο, η κυβέρνηση άγγιξε την απόλυτη γελοιότητα: χωρίς να έχει την παραμικρή τυπική υποχρέωση, αλλά μόνο για να δείξει ότι «παντρεύει» τη λιτότητα του ΔΝΤ με κοινωνικές παροχές, έκατσε στο τραπέζι με τους δανειστές και διαπραγματεύθηκε μέτρα που θα ισχύσουν ΜΕΤΑ τη λήξη του τρίτου μνημονίου.
Είναι η μοναδική περίπτωση κυβέρνησης που εφάρμοσε πρόγραμμα διάσωσης και δέχθηκε να δεσμεύσει την πολιτική της σε μέτρα που ενέκριναν οι δανειστές για μια περίοδο ΜΕΤΑ τη λήξη του προγράμματος.

Αν πράγματι η κυβέρνηση διατηρούσε στοιχειώδη ανεξαρτησία από τους δανειστές, θα μπορούσε να ανακοινώσει τα «αντίμετρα» που θεωρεί σωστό να ληφθούν μετά το 2018, εφόσον επιτυγχάνεται ο στόχος για το πλεόνασμα, χωρίς να (υποκρίνεται ότι) διαπραγματεύεται με τους Θεσμούς για κάτι που δεν ανήκει στη δικαιοδοσία τους.

Για να σωθούν τα προσχήματα και να δικαιολογηθεί μια αστεία δήλωση του πρωθυπουργού («ούτε ευρώ πρόσθετα μέτρα»), η κυβέρνηση ανάλωσε πολύτιμο χρόνο σε μια διαπραγμάτευση για αντίμετρα που δεν χρειαζόταν καν να γίνει!

Ο απεχθής "σύμμαχος"

Το ίδιο ακριβώς θέμα, δηλαδή το πώς θα συμμετείχε το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, ήταν αντικείμενο και της πρώτης αξιολόγησης. Η συζήτηση είχε γίνει και τότε ακριβώς με τους ίδιους όρους που έγινε τώρα. Οι προτάσεις του Ταμείου ήταν οι ίδιες ακριβώς (μείωση συντάξεων και αφορολόγητου ορίου για εξοικονόμηση συνολικά 2% του ΑΕΠ). 

Όπως συμβαίνει και σήμερα, το Ταμείο επέμενε ότι ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα μεσοπρόθεσμα δεν πρέπει να ξεπερνά το 1,5% του ΑΕΠ και ότι η Ελλάδα χρειαζόταν μια γενναία ελάφρυνση χρέους, την οποία το ΔΝΤ έθετε (και θέτει) ως απαράβατο όρο για τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα.

Τι έκανε τότε η κυβέρνηση; Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος απειλούσε να παραιτηθεί αν μειωνόταν το αφορολόγητο όριο και σύσσωμος ο προπαγανδιστικός μηχανισμός της κυβέρνησης «πυροβολούσε» το Ταμείο, ακόμη και με αθέμιτο, πρωτοφανή τρόπο (ας μην ξεχνάμε τη σπέκουλα που στήθηκε με την περίεργη υποκλοπή συνομιλίας στελεχών του Ταμείου, που έκανε το γύρο του κόσμου μέσα από τα Wikileaks).

Τι θα είχαμε κερδίσει

Τι όφειλε να είχε κάνει η κυβέρνηση; Να διαπραγματευθεί με τον καλύτερο τρόπο την πλήρη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα! Τα μέτρα που θα αποδεχόταν θα ήταν ακριβώς τα ίδια με αυτά που δέχθηκε με καθυστέρηση ενός (πολύτιμου) χρόνου. Αλλά θα είχε εξασφαλίσει ήδη από τον περασμένο Μάιο την υποστήριξη του Ταμείου για να επιτευχθεί μια συμφωνία με τους Ευρωπαίους για την ελάφρυνση του χρέους, τα ελληνικά ομόλογα θα είχαν ενταχθεί προ πολλού στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, η Ελλάδα θα είχε πετύχει πολύ νωρίτερα την επάνοδο στις αγορές και το περιβάλλον χρηματοπιστωτικής σταθερότητας θα είχε «απογειώσει» την οικονομία, αντί να χαθεί και το 2016 με, έστω οριακά, αρνητικό πρόσημο οικονομικής μεγέθυνσης.
Και αν η κυβέρνηση ήθελε να «ντύσει» τη συμφωνία που θα πετύχαινε το 2016 με... ηρωικά αντίμετρα, που θα εφαρμόζονταν υπό τον όρο της επίτευξης του στόχου για το έλλειμμα, μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα ότι θα μπορούσε να το είχε κάνει. Άλλωστε, οι δανειστές μας γνώριζαν τότε, όπως και σήμερα, ότι δεν είχαν το παραμικρό τυπικό έρεισμα για να μπλοκάρουν αυτά τα μέτρα, που θα ίσχυαν ΜΕΤΑ τη λήξη του μνημονίου.

Τι έχασε η Ελλάδα από αυτή την άθλια διαπραγμάτευση; Αν υποθέσουμε ότι θα μπορούσε η ίδια συμφωνία που έκλεισε τώρα να είχε ολοκληρωθεί τον περασμένο Μάιο, με πολύ μετριοπαθείς υπολογισμούς ο ρυθμός ανάπτυξης του 2016 θα ήταν γύρω στο 1% και του 2017 κοντά στο 3%. Σε όρους ΑΕΠ, δηλαδή, θα είχαμε κερδίσει γύρω στο 2%. Και, το σπουδαιότερο, το σαφώς βελτιωμένο κλίμα θα ενίσχυε καθοριστικά την εμπιστοσύνη στην οικονομία, οδηγώντας πολύτιμα νέα κεφάλαια στον παραγωγικό ιστό και στο τραπεζικό σύστημα.

Ο συμβιβασμός που  έγινε υποχώρηση

Διαβάζουμε στον Τύπο τώρα, ότι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ενημερώνοντας τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ για τη συμφωνία και τα μέτρα, αναγνώρισε (στερνή μου γνώση...) ότι το ΔΝΤ δεν είναι εχθρός μας. Αντίθετα, σε μια διαπραγμάτευση μεταξύ ισχυρών δυνάμεων για το ελληνικό χρέος, στην οποία η Ελλάδα δεν συμμετέχει ουσιαστικά, το Ταμείο είναι ο μόνος σταθερός και ισχυρός υποστηρικτής των ελληνικών θέσεων υπέρ μιας σοβαρής αναδιάρθρωσης.

Αν λειτουργούσε ως υπεύθυνος υπουργός Οικονομικών, με το κύρος που έχει στο κυβερνών κόμμα, θα έπρεπε από την εποχή της διαπραγμάτευσης για την πρώτη αξιολόγηση να είχε εξηγήσει στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και ευρύτερα στην κοινή γνώμη, γιατί ο συμβιβασμός με το ΔΝΤ ήταν προς όφελος της χώρας και ήταν ο μόνος δρόμος για να διατηρηθεί ζωντανή η ελπίδα για μια βιώσιμη λύση για το χρέος.

Δυστυχώς, προτίμησε τους δήθεν ηρωισμούς («παραιτούμαι αν...») και μετέτρεψε σε πολιτική την αυταπάτη ότι, με κάποιο «μαγικό» τρόπο, το Ταμείο θα αποχωρούσε από την Ελλάδα και θα γλιτώναμε το «πικρό ποτήρι» των μέτρων που ζητούσε.

Οι ηρωισμοί χωρίς περιεχόμενο και οι αυταπάτες βρίσκονται πίσω από την παταγώδη αποτυχία Βαρουφάκη. Δυστυχώς, ο διάδοχός του Ευκλείδης Τσακαλώτος δεν απέφυγε πολλά από τα ολέθρια σφάλματα του προκατόχου του. Και δεν πληρώνει το τίμημα μόνο ο ίδιος, καθώς ευτελίζεται πολιτικά  αποδεχόμενος τα μέτρα που ορκιζόταν ότι θα τον οδηγούσαν σε ηρωική έξοδο. Πληρώνει ακριβό τίμημα η εθνική οικονομία: αν το 2015 ήταν το χαμένο έτος Βαρουφάκη, το 2016 θα περάσει στην ιστορία ως χαμένο έτος Τσακαλώτου.

Για την κυβέρνηση, η πλήρης συνθηκολόγηση με το ΔΝΤ σημαίνει ότι αγοράζει χρόνο παραμονής στην εξουσία. Αν είχε προτιμήσει τη διαφυγή μέσω εκλογών, ο ΣΥΡΙΖΑ πιθανόν να επέστρεφε στα μονοψήφια ποσοστά του παρελθόντος. Στην πολιτική όμως έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι αρκετό να έχεις διαθέσιμο χρόνο άσκησης εξουσίας. Χρειάζεται και να τον αξιοποιείς κατάλληλα, για να θέτεις στόχους και να φέρνεις αποτελέσματα.

Δυστυχώς, η σημερινή κυβέρνηση έχει αποδείξει ως τώρα ότι έχει μια μοναδική ικανότητα να σπαταλά πολύτιμο χρόνο, παγιδευμένη σε διαχειριστική ανικανότητα και καταστροφικές ιδεοληψίες...

*Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τράπεζας