Πολιτική

Το μεγάλο τουρκικό αδιέξοδο


Όταν οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις εξαπλώθηκαν  από την Τυνησία  στην Αίγυπτο, την Λιβύη, και την Συρία πριν από πέντε χρόνια, οι αισιόδοξοι δήλωναν ότι η Μέση Ανατολή ήταν στο χείλος ενός δραματικού δημοκρατικού μετασχηματισμού.

Μεταξύ των πιο αισιόδοξων ήταν οι ηγέτες της Τουρκίας, οι οποίοι είδαν την αναστάτωση ως μια ευκαιρία για να υλοποιήσουν το νεο-οθωμανικό όνειρο της τοποθέτησης της Τουρκίας, μιας μουσουλμανικής δημοκρατίας με στενούς δεσμούς τόσο με την Δύση όσο και με Αραβικά έθνη, ως περιφερειακό ηγέτη. Το 2011, o Αχμέτ Νταβούτογλου, δεσμεύθηκε ότι η Τουρκία θα είναι ο «ρυθμιστής του παιχνιδιού» της Μέσης Ανατολής.

Πέντε χρόνια αργότερα, η αισιοδοξία για την Αραβική Άνοιξη έχει καταρρεύσει, και μαζί με αυτήν οι τουρκικές επιδιώξεις. Η Λιβύη και η Συρία έχουν εμπλακεί σε εμφύλιους πολέμους, η Αίγυπτος γίνεται όλο και περισσότερο αυταρχική, και η Τυνησία -αναμφισβήτητα η μοναδική ιστορία επιτυχίας μεταξύ τους- αποτελεί μαγνήτη  για το Ισλαμικό Κράτος (ISIS). Σήμερα, τέτοιες έννοιες μεγαλείου φαίνονται εξωφρενικές.

Η Τουρκική Δημοκρατία, που ιδρύθηκε το 1923, χτίστηκε σε αδύναμα θεμέλια: Σε όλη την ύπαρξή της, ο πληθυσμός της έχει χωριστεί εθνοτικά και κατά μήκος θρησκευτικών γραμμών. Όταν μελετάμε την Ανατολία, την χερσόνησο που καλύπτει το 97% της Τουρκίας, βλέπουμε ότι ήταν δύσκολο να ενωθεί.

Χρειάστηκαν δύο χιλιετίες -από την αρχαιότητα έως την βυζαντινή εποχή- πριν από την υιοθέτηση μιας κοινής γλώσσας: Της ελληνικής. Χρειάστηκαν άλλα χίλια χρόνια πριν η ελληνιστική πλειοψηφία μετατραπεί σε τουρκική (από την άποψη της γλώσσας) και να υιοθετηθεί το Ισλάμ ως θρησκεία της.

Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε το 1071, όταν τουρκικά φύλα εισέβαλαν στην Ανατολία αφότου ο στρατός των Σελτζούκων νίκησε τον βυζαντινό στρατό στην μάχη του Μαντζικέρτ. Μετά από μερικούς αιώνες ακόμη, οι αυτόχθονες Χριστιανοί σταδιακά -αλλά σε μεγάλο βαθμό επιφανειακά- προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ, καθιστώντας την Ανατολία κατ’ όνομα μουσουλμανικής πλειοψηφίας.

Ο μετασχηματισμός της Ανατολίας στην καρδιά του τουρκικού έθνους-κράτους ήταν ακόμη πιο αιματηρός. Στις αρχές του 20ου αιώνα, το ένα πέμπτο του πληθυσμού στην Ανατολία -Αρμένιοι, Έλληνες και Ασσύριοι-παρέμενε Χριστιανικό.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία προέβη σε γενοκτονία  ενάντια σε αυτές τις ομάδες και σε αναγκαστική μετανάστευσή τους για να δημιουργήσει μια ομοιογενή χώρα. Αλλά ακόμη και μεταξύ εκείνων που έμειναν, οι εθνοτικές και θρησκευτικές διαιρέσεις διατηρήθηκαν.

Οι Κούρδοι και οι Αλεβίτες, μια ετερόδοξη μουσουλμανική μειονότητα που έχει καταπιεστεί επί αιώνες, έχουν αντισταθεί στην αφομοίωση. Το τουρκικό κράτος, φοβούμενο μια κατάρρευση, προσπάθησε να καταστείλει την εναπομείνασα εθνοτική μειονότητά του, τους Κούρδους, είτε εκτοπίζοντάς τους εσωτερικά είτε με την σφαγή τους, όπως έκανε το 1931 στην επαρχία Agri και το 1937 και το 1938 στην επαρχία Dersim. Όχι απρόσμενα, η βάναυση πολιτική απέτυχε να επιφέρει την εθνική ομοιογένεια.

Στην δεκαετία του 1980 ο στρατός, αφότου έστησε ένα πραξικόπημα  έκανε μια ανανεωμένη προσπάθεια για την ενίσχυση  του τουρκικού εθνικισμού. Το στρατιωτικό καθεστώς έκανε την θρησκευτική εκπαίδευση υποχρεωτική και έχτισε τζαμί σχεδόν σε κάθε χωριό που δεν είχε ήδη ένα. Ωστόσο, ο συνδυασμός του τουρκικού εθνικισμού και του εξισλαμισμού δεν ήταν αρκετός για να ελεγχθεί η άνοδος του κοσμικού κουρδικού εθνικισμού, η οποία έγινε μια σοβαρή πρόκληση αφότου το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK) ξεκίνησε την εξέγερσή του το 1984.

Το μετριοπαθές ισλαμιστικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), το οποίο ήρθε στην εξουσία το 2002, φαινόταν σαν να ήταν μια ενοποιητική δύναμη για την διαιρεμένη χώρα, καθώς το κόμμα προσήλκυε αμφότερους τους συντηρητικούς Τούρκους και τους συντηρητικούς Κούρδους. Η άνοδός του υπονοούσε ότι η τουρκο-κουρδική ενότητα θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με βάση το σουνιτικό Ισλάμ.

Το 2012, λίγο μετά από την στιγμή που η κουρδική περιοχή στην Συρία γνωστή ως Rojava κήρυξε την αυτονομία της, το τουρκικό κράτος άρχισε να διεξάγει συνομιλίες με τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν, τον φυλακισμένο ηγέτη του PKK.

Οι συνομιλίες αυτές απέφεραν καρπούς το 2013, όταν ο Οτσαλάν ζήτησε από την οργάνωσή του τον τερματισμό της βίας κατά του τουρκικού κράτους. Ωστόσο, οι τουρκικές κρατικές ελίτ άρχισαν να φοβούνται ότι με τον νέο δυναμισμό των Κούρδων στην Συρία, το ΡΚΚ ήταν και πάλι μια απειλή.

Μετά την επιτυχία του φιλοκουρδικού Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος στις βουλευτικές εκλογές του Ιουλίου 2015 , το τουρκικό καθεστώς διέκοψε την δυόμιση ετών ειρηνευτική διαδικασία με τους Κούρδους, και συνέχισε τον πόλεμο μεταξύ της Τουρκίας και του PKK.

Πηγή:premium.paratiritis.gr