Πολιτική

Το μεγάλο λάθος Στουρνάρα-τραπεζιτών


Κινήσεις που αποδυναμώνουν τη διαπραγματευτική ισχύ της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στην τρόικα κάνουν τραπεζίτες και Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ παράλληλα και το υπουργείο Οικονομικών φαίνεται ότι δεν έχει κινηθεί έγκαιρα ώστε να αντισταθμίσει το επιπρόσθετο ρίσκο. Αν και σε πρώτη ανάγνωση η μείωση της εξάρτησης των ελληνικών τραπεζών από τον ELA ερμηνεύεται θετικά για την κατάσταση τους, με μια πιο προσεκτική ματιά αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν επιστρέψει συνολικά στην ΕΚΤ περί τα 15 δισ. εξαιρετικά φθηνού χρήματος, χωρίς ωστόσο να έχει ανοίξει η πρόσβασή τους στο ευρωσύστημα και ενώ έχουν αντλήσει μόλις 5,6 δισ. –κεφαλαίου- από τον ESM.

Υπ αυτό το πρίσμα η δέσμευση των εταίρων προς την Ελλάδα έχει περιοριστεί άρα και το συνεπακόλουθο ρίσκο που αναλαμβάνουν. Παράλληλα όμως οι εταίροι δεν βοηθούν με τις δηλώσεις τους ούτε στον επαναπατρισμό κεφαλαίων, ούτε στην επιστροφή καταθέσεων ακόμα και από την εσωτερική αγορά.

Με τις ελληνικές τράπεζες να βρίσκονται ακόμα εκτός ευρωσυστήματος, τη διαπραγμάτευση σε εξέλιξη και την κρίση με το μεταναστευτικό να έχει άμεσο αντίκτυπο στην πολιτική σταθερότητα της Ευρωζώνης το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παραμένει εκτεθειμένο σε κινδύνους που δεν καλύπτονται από τα κεφάλαια που εισέπραξαν από τις αμκ, ενώ δεν έχει και πρόσβαση στις αγορές.

Στην πραγματικότητα η μείωση του ELA πριν την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και την επιστροφή των τραπεζών στο ευρωσύστημα αποδυναμώνει τη διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης, αφήνοντας παράλληλα τις τράπεζες εκτεθειμένες στο κλίμα που τροφοδοτούν οι δηλώσεις αξιωματούχων στο πλαίσιο των συζητήσεων για την αξιολόγηση.

Αντί λοιπόν τραπεζίτες και Τράπεζα της Ελλάδος να διαμορφώσουν κοινό μέτωπο ζητώντας σταθεροποίηση του ELA συμφωνούν –χωρίς ενστάσεις- όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στα δελτία Τύπου της ΕΚΤ στη μείωση της χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών από τον μηχανισμό έκτακτης ρευστότητας.

Οι παρενέργειες

Η σκλήρυνση της στάσης της Κομισιόν στο ασφαλιστικό, η –αναμενόμενη- παράταση των διαπραγματεύσεων μέχρι τα τέλη Μαρτίου και τα προβλήματα στις σχέσεις με το ΔΝΤ φαίνεται ότι έχουν κοινό παρονομαστή… τον ELA.

Σε οικονομικούς όρους το ισοζύγιο εισροής-εκροής κεφαλαίων μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών παρουσιάζει καθαρές εκροές τόσο επί του χρηματοδοτικού προγράμματος του Μνημονίου όσο και σε εθνική-ταμειακή βάση.

Δηλαδή η Ελλάδα αντί να εισπράττει χρήματα για να στηριχθεί η αναπτυξιακή προσπάθεια συνεχίζει να πληρώνει, δόσεις, τοκοχρεολύσια και να επιστρέφει ακόμα και χαμηλότοκα δάνεια που είχαν λάβει απευθείας οι τράπεζες από την ΕΚΤ. 

Όλα αυτά συμβαίνουν όταν η ΕΚΤ αυξάνει τα κεφάλαια του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης για να επιτύχει το spillover effect, ενώ η Ελλάδα δεν έχει αποκτήσει ακόμα πρόσβαση σε αυτό το πρόγραμμα.

Παράλληλα η ΕΚΤ συνεχίζει να επιβάλλει ιδιαίτερα υψηλό haircut στα ελληνικά ομόλογα που έχουν προσκομίσει οι τράπεζες ως εχέγγυα για τον δανεισμό τους από τον ESM.

Όσο όμως περιορίζεται η πρόσβαση των τραπεζών στον ESM τόσο ισχυροποιούνται οι πολιτικές πιέσεις, καθώς τόσο ο Κλάους Ρέγκλινγκ του ESM όσο και ο Βάιντμαν της Bundesbank καθώς και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αποκτούν δυναμική πίεσης.

Ετσι, ενώ οι τραπεζίτες και η Τράπεζα της Ελλάδος πανηγυρίζουν τη μείωση του ELA, ως ένδειξη ανάκαμψης του τραπεζικού συστήματος αυτό δημιουργεί ουσιαστικό διαπραγματευτικό handicap για την ελληνική κυβέρνηση.

Αυτό συμβαίνει καθώς αδυνατίζει η δυνατότητα των τραπεζών να διαχειριστούν με τα κεφάλαια και τη ρευστότητα που διαθέτουν παράταση των διαπραγμαεύσεων και τον αυξανόμενο πολιτικό κίνδυνο που γεννά η αντιπαράθεση κυβέρνησης-εταίρων σε όλα τα επίπεδα.

Οι εταίροι γνωρίζουν καλά ότι όσο η κυβέρνηση τραβάει το σκοινί τόσο οι τράπεζες πιέζονται, γι αυτό το λόγο άλλωστε καθυστερεί και η άρση των capital controls.

Αν από την άλλη πλευρά το υπουργείο Οικονομικών, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Ένωσης Ελληνικών τραπεζών υιοθετήσουν γραμμή σταθεροποίησης του ELA στα τρέχοντα επίπεδα των 77 δισ. μέχρι την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για την πρώτη αξιολόγηση, τότε είναι πιθανότερο να πιεστούν και οι δυο πλευρές να καταλήξουν σε ρεαλιστικές λύσεις ταχύτερα.