Με αφορμή την επίσκεψη του πρωθυπουργού στις εγκαταστάσεις της, η εταιρεία φυσικών καλλυντικών Apivita βρέθηκε πάλι στο προσκήνιο της δημοσιότητας. Η προηγούμενη φορά ήταν τον περασμένο Μάρτιο, όταν εξαγοράσθηκε από την ισπανική Puig, μετά από πολύμηνο φλερτ με τη γαλλική L’ Oreal, που δεν κατέληξε σε «γάμο».
Η εταιρεία παρουσιάζεται σαν ένα ελληνικό success story που πρέπει να βρει μιμητές. Ξεκίνησε από ένα φαρμακείο στην Κατεχάκη και με καινοτομικά προϊόντα έγινε leader σε έναν κλάδο με ιδιαίτερα θετικές προοπτικές, αποκτώντας μάλιστα διεθνή παρουσία.
Αυτή όμως είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη δεν είναι τόσο «λαμπερή».
Η εταιρεία τα πήγε εξαιρετικά στο παραγωγικό και στο εμπορικό κομμάτι, οι επικεφαλής της αρίστευσαν στο μάρκετινγκ, αλλά στα χρηματοοικονομικά και στην οικονομική διαχείριση… «πάτωσαν».
Στα μέσα της περυσινής χρονιάς, όταν άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για την εξαγορά την από την L’ Oreal, η Apivita είχε περιέλθει σε δεινή οικονομικά θέση.
Οι υποχρεώσεις της έφθαναν στο ύψος των πωλήσεων και μεγάλο μέρος τους ήταν βραχυπρόθεσμες (πληρωτέες εντός 12μήνου). Απέφυγε τα χειρότερα χάρις σε ένα μεγάλο δάνειο που της χορήγησε η Τράπεζα Αττικής.
Η μόνη βιώσιμη λύση ήταν η είσοδος στρατηγικού επενδυτή. Ενδιαφέρθηκε ο γαλλικός κολοσσός L'Oreal, αλλά μετά τον οικονομικό έλεγχο που διενήργησε, έκανε πίσω.
Το deal τελικά δεν ολοκληρώθηκε, παρά την – φημολογούμενη και μη επιβεβαιωθείσα – παρέμβαση του πρωθυπουργού.
Τελικά, τη δύσκολη δουλειά της διάσωσης ανέλαβε η ισπανική Puig, καταβάλλοντας πολύ χαμηλό τίμημα για την απόκτηση του πλειοψηφικού πακέτου μετοχών της Appivita.
Η ιστορία της Appivita είναι διδακτική για το μέλλον, όχι μόνον ως παράδειγμα success story, αλλά και ως failure story προς αποφυγή: Δείχνει ότι ακόμη και αν μια ελληνική εταιρεία καταφέρει να δημιουργήσει πρωτοποριακά προϊόντα για τη διεθνή αγορά, δεν μπορεί να πάει μακριά με το τυπικό οικογενειακό μάνατζμεντ α λα ελληνικά.
N. X.