Με Άποψη

Το δίκοπο μαχαίρι του εξωδικαστικού μηχανισμού


Το μαχαίρι του εξωδικαστικού μηχανισμού κόβει και από τις δύο όψεις: το νέο θεσμικό πλαίσιο μπορεί πράγματι να προσφέρει μια μεγάλη ευκαιρία σε βιώσιμες επιχειρήσεις που βαρύνονται με μεγάλα χρέη, ενδέχεται, όμως, να φέρει τις επιχειρήσεις και τους μετόχους τους σε δυσμενέστερη θέση, από αυτή στην οποία θα βρίσκονταν, αν είχαν επιλέξει την οδό της πτώχευσης, με βάση τις νέες διατάξεις του Πτωχευτικού Δικαίου για τη δεύτερη ευκαιρία.

Του Γιάννη Τζίφα*

Ο νόμος για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό (ν. 4469/2017) προσφέρει, πράγματι, μια σημαντική θεσμική δυνατότητα να αντιμετωπισθούν στο σύνολό τους τα χρέη των επιχειρήσεων. Οφειλές στις τράπεζες, στο Δημόσιο, στα ταμεία και προς ιδιώτες πιστωτές μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να ρυθμισθούν στο σύνολό τους με ιδιαίτερα ευνοϊκό τρόπο, ενώ μέρος αυτών δύναται να διαγραφεί. Όλα αυτά, χωρίς δυσκίνητες δικαστικές διαδικασίες.

Στο παρόν σημείωμα δεν θα αναλύσουμε περισσότερο τις πρόνοιες του νόμου, που έχουν επαρκώς συζητηθεί από το καλοκαίρι, όταν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αυτό που έχει σημασία περισσότερο από την κατανόηση των επιμέρους σημείων του νέου νόμου είναι να γίνει κατανοητό από την επιχειρηματική κοινότητα ότι δεν πρόκειται για άλλη μια ρύθμιση, που δίνει τη δυνατότητα στους επιχειρηματίες να μεταθέσουν στο μέλλον την εξυπηρέτηση των οφειλών τους, ή να πετύχουν τη διαγραφή κάποιων προσαυξήσεων και τόκων υπερημερίας, ώστε να παρατείνουν τη ζωή της επιχείρησής τους και… βλέπουμε.

Τελευταία ευκαιρία

Ο νόμος για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό έχει εντελώς διαφορετική φιλοσοφία: ύστερα από οκτώ χρόνια κρίσης, οι επιχειρήσεις που παραμένουν ζωντανές, αλλά βρίσκονται στο χείλος της υπερχρέωσης, παίρνουν μια τελευταία ευκαιρία να διασωθούν. Όσες δεν αξιοποιήσουν την ευκαιρία θα κλείσουν. Με άλλα λόγια, αυτός ο νόμος προορίζεται να λειτουργήσει και ως μηχανισμός καθαρισμού της επιχειρηματικής ήρας από το στάρι, σβήνοντας από τον επιχειρηματικό χάρτη τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις, ώστε να γίνει μια υγιέστερη επανεκκίνηση της οικονομίας μετά την κρίση.

Κάθε επιχειρηματίας, όπως και οι σύμβουλοί του, νομικοί και οικονομολόγοι, θα πρέπει να πάρουν πολύ σοβαρά υπόψη αυτή την παράμετρο της φιλοσοφίας του νόμου για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, απαντώντας πριν από κάθε άλλη κίνηση σε ένα βασικό ερώτημα: είναι πραγματικά, τουλάχιστον όσο αυτό μπορεί να πιθανολογηθεί βάσιμα, βιώσιμη η επιχείρηση; Μόνο αν η απάντηση σε αυτό το καίριο ερώτημα είναι καταφατική αξίζει τον κόπο να ετοιμασθεί μια αίτηση υπαγωγής στον εξωδικαστικό συμβιβασμό.

Η αξιολόγηση της βιωσιμότητας, σε αυτή την περίπτωση, δεν πρέπει να γίνεται μόνο με βάση την εκπλήρωση των -όχι απαγορευτικά αυστηρών- τυπικών κριτηρίων του νόμου. Ούτε να επιχειρείται να δοθεί μια εξωραϊσμένη εικόνα της βιωσιμότητας, μέσα από μια… καλομαγειρεμένη μελέτη βιωσιμότητας.

Ο επιχειρηματίας και οι σύμβουλοί του θα πρέπει με υψηλό αίσθημα ευθύνης να αξιολογήσουν με ουσιαστικό τρόπο τη βιωσιμότητα της επιχείρησης και να προβλέψουν, όσο αυτό μπορεί να γίνει, αν σε βάθος χρόνου και με μια ελάφρυνση από τα χρέη θα μπορέσει να επιβιώσει και να αναπτυχθεί, ή αν, αντίθετα, κινδυνεύει ακόμη και μετά τη ρύθμιση των οφειλών, να βρεθεί εκ νέου σε υπερχρέωση, με αδυναμία εξυπηρέτησης και των ρυθμισμένων οφειλών.

Αυτή η αξιολόγηση δεν είναι απλή υπόθεση. Γιατί, εκτός της εγγενούς δυσκολίας που έχει η πρόβλεψη του μέλλοντος μιας επιχείρησης, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες που επικρατούν στην οικονομία, υπάρχουν παράγοντες που μπορεί να «θολώσουν» την κρίση του επιχειρηματία και των συμβούλων του: ο μεν επιχειρηματίας μπορεί να επηρεασθεί από τη συναισθηματική ανάγκη να διασώσει την επιχείρησή του, οι δε σύμβουλοι να επηρεασθούν από τη δική τους επιδίωξη να προσφέρουν μια υπηρεσία στον πελάτη τους και να πάρουν τις αμοιβές τους.

Μια εσφαλμένη αξιολόγηση βιωσιμότητας μπορεί να οδηγήσει τον επιχειρηματία σε πολύ μεγαλύτερες περιπέτειες, συγκριτικά με το αν είχε επιλέξει εξαρχής την οδό της πτώχευσης, με βάση τις νέες διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, που δίνουν, υπό προϋποθέσεις, στον ειλικρινή πτωχευμένο επιχειρηματία μια δεύτερη ευκαιρία να ασκήσει επιχειρηματική δραστηριότητα.

Οι συνέπειες ενός λάθους

Οι κίνδυνοι είναι πολλοί: Αν ο επιχειρηματίας υποβάλει αίτηση υπαγωγής στο νόμο για την εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών και η αίτησή του απορριφθεί, δεν έχει άλλη δυνατότητα χειρισμών για τη διάσωση της επιχείρησης, η οποία, βάσει του νόμου, οδηγείται αυτομάτως στην πτώχευση (δεύτερη ευκαιρία για αίτηση δεν δίνεται). Οι πιστωτές, μάλιστα, διευκολύνονται από την αίτηση για τον εξωδικαστικό μηχανισμό, η οποία τους παρέχει πλήρη πληροφόρηση για τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη.

Εξάλλου, εάν αποδειχθεί στο μέλλον ότι η εκτίμηση της βιωσιμότητας ήταν λανθασμένη, όλο το βάρος του σφάλματος πέφτει στον οφειλέτη: εάν η επιχείρηση δεν μπορέσει να εξυπηρετήσει ομαλά τις οφειλές της, τότε το σύνολο των αρχικών οφειλών αναβιώνουν και καθίστανται απαιτητές. Δηλαδή, η επιχείρηση θα πάρει και σε αυτή την περίπτωση το δρόμο της πτώχευσης.

Με βάση τα σημερινά δεδομένα (αλλαγές στο μέλλον δεν μπορούν να αποκλεισθούν), ο νόμος για την εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών είναι ένας νόμος τελευταίας ευκαιρίας, που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για λάθη. Ο επιχειρηματίας που καλείται να αποφασίσει αν θα τον αξιοποιήσει πρέπει να έχει καθαρό μυαλό και να βασισθεί σε συμβούλους, νομικούς και οικονομολόγους, όχι μόνο επιστημονικά επαρκείς, αλλά και ειλικρινείς.

Αν δεν υπάρχουν αντικειμενικά οι προϋποθέσεις βιωσιμότητας της επιχείρησης, η πτώχευση είναι πολύ προτιμότερη από μια άστοχη προσπάθεια υπαγωγής στον εξωδικαστικό μηχανισμό…

*Δικηγόρος Αθηνών, ιδρυτικό μέλος της Δικηγορικής Εταιρείας TR Law Firm.