Κύμα αισιοδοξίας και ακατάσχετη “φιλολογία” για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και των εξωστρεφών ελληνικών επιχειρήσεων προκαλεί το mega deal εξαγοράς της Chipita από την αμερικανική πολυεθνική Mondelēz, με τίμημα-μαμούθ 2 δισ. δολαρίων - περίπου 24πλάσιο των μέσων ετήσιων κερδών της την τελευταία τριετία και υπερτριπλάσιο του κύκλου εργασιών της.
Εχουν προηγηθεί πολλές σημαντικές εξαγορές ελληνικών επιχειρήσεων, όπως της Εθνικής Ασφαλιστικής, της Vivartia, του “Υγεία”, άλλων νοσηλευτηρίων κλπ. Υπάρχει όμως μια σημαντική ποιοτική διαφορά από αυτά τα deals:
- Αυτή τη φορά ο αγοραστής δεν είναι κάποιο fund, που παίρνει μια εταιρεία για να την αναδιοργανώσει, να “φουσκώσει” την αξία της και να την μεταπωλήσει σε λίγα χρόνια
Η εξαγορά γίνεται από κολοσσιαίο βιομηχανικό όμιλο που “έρχεται για να μείνει”, αγοράζοντας παραγωγικές εγκαταστάσεις, brands, δίκτυα διανομής και μερίδια αγοράς. Στη θέση του χρηματιστικού κεφαλαίου που κυνηγά υπεραξίες, γρήγορο κέρδος και υψηλές αποδόσεις βρίσκεται το βιομηχανικό κεφάλαιο της “παλιάς οικονομίας”, που ακολουθεί παραδοσιακούς δρόμους επένδυσης-ανάπτυξης-απόδοσης σε μακροχρόνιο ορίζοντα.
Είναι ένα στοιχείο θετικό για την ελληνική οικονομία, που ενισχύει την επιχειρηματολογία της κυβέρνησης και όσων θέλουν να πιστεύουν ότι η Ελλάδα γίνεται πλέον πόλος έλξης διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων και ότι θα συνεχίσει να προσελκύει τα επόμενα χρόνια μεγάλες ξένες επιχειρήσεις.
Ομως, ας μην εκλαμβάνουμε την επιθυμία μας ως πραγματικότητα. Τα πράγματα δεν είναι έτσι και δεν δικαιολογούν ιδιαίτερη αισιοδοξία.
- Η Mondelēz δεν έδωσε 2 δισ. δολάρια για να αγοράσει “Ελλάδα”. Δεν πήρε την Chipita για να πουλάει κρουασάν στην ελληνική αγορά, ούτε για τα δύο εργοστάσια που διαθέτει εδώ.
Την εξαγόρασε για τα brands της που έχουν δημιουργήσει ξεχωριστή αγορά, πωλούνται σε 50 χώρες και παράγονται σε 29 εργοστάσια ανά τον κόσμο. Θα την έπαιρνε ακόμη κι αν ήταν... αλβανική εταιρεία, αν είχε αυτά τα συγκεκριμένα προϊόντα κι αυτή τη θέση στην παγκόσμια αγορά.
Οι εδώ δραστηριότητες της Chipita αντιπροσωπεύουν μικρό μέρος της αξίας της. Το χρυσοφόρου κομμάτι της που πλήρωσαν οι Αμερικανοί είναι οι διεθνείς δραστηριότητες και τα επώνυμα προϊόντα που συμπληρώνουν το χαρτοφυλάκιο της Mondelēz.
Δεν πρόκειται λοιπόν για “ψήφο εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία”, ούτε για προοίμιο μαζικής εισροής επενδυτικών κεφαλαίων και κύματος εξαγορών ελληνικών επιχειρήσεων.
Το επιχειρηματικό success story και το mega deal της Chipita δείχνουν μόνο ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις μπορούν να προσελκύσουν άμεσες ξένες επενδύσεις – και όχι μοχλευμένα χρηματιστικά κεφάλαια – μόνον εάν έχουν έφεση στην καινοτομία, εξωστρέφεια, αναπτυξιακή στρατηγική και αποτελεσματικό μάνατζμεντ.
Χαρακτηριστικά που σπανίζουν.
Χ. ΝΙΑΚΑΣ