«Φρένο» αρχίζουν να βάζουν τα δικαστήρια στην πρακτική που ακολουθούν οι τράπεζες, εφαρμόζοντας κατά κανόνα προσχηματικά τον Κώδικα Δεοντολογίας για τη ρύθμιση προβληματικών δανείων «συνεργάσιμων δανειοληπτών». Ηδη έχουν εκδοθεί πολλές δικαστικές αποφάσεις σε βάρος τραπεζών
Ο Κώδικας έχει τεθεί σε ισχύ από τις αρχές του 2015, με στόχο να ρυθμίζονται εξωδικαστικά τα «κόκκινα» δάνεια όσων δείχνουν διάθεση συνεργασίας με τις τράπεζες, παρέχοντας πληροφόρηση για την πραγματική οικονομική τους κατάσταση, βάσει της οποία οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να διατυπώνουν προτάσεις διευθέτησης, οι οποίες θα εναρμονίζεται με τις οικονομικές δυνατότητες του πελάτη.
Σε αυτή τη διαδικασία, οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να λαμβάνουν υπόψη τις λεγόμενες «εύλογες δαπάνες διαβίωσης» του δανειολήπτη. Δηλαδή, να καταθέτουν προτάσεις ρύθμισης, οι οποίες θα επιτρέπουν στο δανειολήπτη να καλύπτει τις βασικές του δαπάνες διαβίωσης, ενώ η αποπληρωμή του δανείου θα πρέπει να γίνεται από το ποσό που «περισσεύει» μετά την κάλυψη αυτών των δαπανών.
Στην πράξη, αν και η Τράπεζα της Ελλάδος δεν έχει δώσει στη δημοσιότητα στοιχεία για τις ρυθμίσεις που έχουν γίνει με βάση τον Κώδικα Δεοντολογίας, αυτή η μέθοδος εξωδικαστικής διευθέτησης έχει αποτύχει.
Όπως αναφέρουν δικηγόροι που χειρίζονται υποθέσεις δανειοληπτών, οι τράπεζες εφαρμόζουν κατά κανόνα τυπολατρικά τον Κώδικα Δεοντολογίας, προσφέρουν στους δανειολήπτες μη βιώσιμες ρυθμίσεις και καταλήγουν σε επιθετικά νομικά μέτρα είσπραξης, ή πωλούν τα δάνεια σε funds.
Σε περιπτώσεις, όπου η αξία των εμπράγματων ασφαλειών ξεπερνά το ύψος των απαιτήσεων, οι τράπεζες μάλιστα προχωρούν σε καταγγελία δανείου και σε πλειστηριασμό για τη ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων, χωρίς καν να ακολουθήσουν τη διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας.
Απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών ξεκαθάρισε από το 2017 ότι οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να ακολουθούν τη διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας, πριν στραφούν εναντίον του δανειολήπτη. Άλλη απόφαση, όμως, από το Πρωτοδικείο Ηρακλείου, έχει κρίνει ότι η τράπεζα έχει μόνο εποπτική υποχρέωση να ακολουθεί τις διαδικασίες και μπορεί να τιμωρηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος για παραβάσεις. Κατά τα άλλα δεν μπορεί να κριθεί δυσμενώς από τα δικαστήρια αν παραβιάσει τις υποχρεώσεις της.
Φαίνεται, όμως, ότι και οι δικαστές χάνουν την… υπομονή τους με τις πρακτικές των τραπεζών. Πρόσφατη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (3435/2018), που χαρακτηρίζεται… επική από τη δικηγόρο Αριάδνη Νούκα, έκανε δεκτή την αίτηση ανακοπής που είχε υποβάλει δανειολήπτης για διαταγή πληρωμής που εξέδωσε τράπεζα. Όχι μόνο αυτό, αλλά επέβαλε στην τράπεζα να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα του δανειολήπτη, ποσού 10.000 ευρώ.
Το δικαστήριο έκρινε ότι η τράπεζα δεν προσπάθησε ειλικρινώς να βρει μια λύση για τη διευθέτηση του χρέους μέσα από τον Κώδικα Δεοντολογίας. Υπέβαλε το δανειολήπτη σε ατέρμονη διαδικασία αναζήτησης όλο και περισσότερων στοιχείων για την οικονομική του κατάσταση, μέχρι να βρει ένα στοιχείο, που θα της επέτρεπε να αρνηθεί τη διευθέτηση με βάση τον Κώδικα Δεοντολογίας και να προχωρήσει σε μέτρα αναγκαστικής είσπραξης.
Στην απόφαση του δικαστηρίου βάρυνε το γεγονός ότι σε όλη αυτή τη διαδικασία ο δανειολήπτης ήταν τυπικός στις υποχρεώσεις του και δεν έδωσε αφορμή για να πάψει να χαρακτηρίζεται από την τράπεζα ως «μη συνεργάσιμος».