Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ρεξ Τίλερσον δήλωσε σήμερα ότι, αναγνωρίζοντας την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ευθυγραμμίστηκε με "τη βούληση του αμερικανικού λαού".
Στη μίνι περιοδεία του Τίλερσον, που ήταν αφιερωμένη σε συνομιλίες επί διαφόρων θεμάτων με τους συμμάχους της Ουάσινγκτον, κυριάρχησε η διεθνής κατακραυγή για την απόφαση του προέδρου των ΗΠΑ για την Ιερουσαλήμ.
"Ο πρόεδρος εξέφρασε απλώς τη βούληση του αμερικανικού λαού", σχολίασε ο Τίλερσον σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στη Βιέννη, μαζί με τον Αυστριακό ομόλογό του, τον Σεμπάστιαν Κουρτς. Αναφέρθηκε επίσης στον Νόμο περί της Πρεσβείας της Ιερουσαλήμ, που υιοθετήθηκε από το αμερικανικό Κογκρέσο το 1995 και καλεί τις ΗΠΑ να μεταφέρουν την πρεσβεία από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, την "πρωτεύουσα του κράτους του Ισραήλ".
"Ο πρόεδρος δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να εφαρμόσει τον νόμο του 1995", επέμεινε ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας, υπογραμμίζοντας ότι η Ουάσινγκτον επιθυμεί να δει τους Ισραηλινούς και τους Παλαιστίνιους να διαπραγματεύονται μια ειρηνευτική συμφωνία. "Πρόκειται για την αμερικανική νομοθεσία και μια αμερικανική απόφαση και κάθε χώρα έχει το δικαίωμα να αποφασίζει ό,τι θέλει όσον αφορά την πρεσβεία της στο Ισραήλ", συνέχισε.
Στον νόμο του 1995 περιλαμβανόταν μια ρήτρα με βάση την οποία ο πρόεδρος έχει τη δυνατότητα να αναβάλει την εφαρμογή του για έξι μήνες. Ο Μπιλ Κλίντον, ο Τζορτζ Μπους και ο Μπαράκ Ομπάμα το έκαναν, όπως το έκανε και ο Τραμπ μία φορά, τον περασμένο Ιούνιο.
Μολονότι αμερικανικές πηγές επέμεναν ότι ο Τίλερσον ζητούσε από τον Τραμπ περισσότερο χρόνο, προτού ανακοινώσει την απόφασή του, ώστε να φροντίσει να ληφθούν μέτρα ασφαλείας στις αμερικανικές διπλωματικές αποστολές, ο υπουργός σήμερα εξέφρασε την πλήρη υποστήριξή του στον πρόεδρο.
Από την πλευρά του, ο Κουρτς ζήτησε να αποφευχθεί "περαιτέρω κλιμάκωση της έντασης στην περιοχή" της Μέσης Ανατολής.