Η πρωτοποριακή ιδέα της χρήσης του νέου υλικού γραφενίου για την προστασία των έργων ζωγραφικής, η οποία ανοίγει το δρόμο για νέες μεθόδους συντήρησης των έργων τέχνης, προτείνεται από Έλληνες και Ιταλούς επιστήμονες.
Ομάδα ερευνητών του Ινστιτούτου Επιστημών Χημικής Μηχανικής του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (FORTH/ICE-HT), του Τμήματος Χημικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών και του Κέντρου Colloid and Surface Science (CSGI) του Πανεπιστήμιου της Φλωρεντίας, με την καθοδήγηση του καθηγητή Κώστα Γαλιώτη του Τμήματος Χημικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών και συνεργαζόμενο μέλος ΔΕΠ του ΙΤΕ/ ΙΕΧΜΗ, είχαν την καινοτόμο ιδέα να επικαλύψουν πίνακες ζωγραφικής με πέπλα γραφενίου, με στόχο την προστασία τους από την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Η σχετική μελέτη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό νανοτεχνολογίας «Nature Nanotechnology».
Όλα τα υλικά που χρησιμοποιούνται στην τέχνη, είναι επιρρεπή στην περιβαλλοντική υποβάθμιση. Το ξεθώριασμα, το κιτρίνισμα και ο αποχρωματισμός είναι τα πιο εμφανή αποτελέσματα αποσύνθεσης, που προκύπτουν από την έκθεση στο υπεριώδες και στο ορατό φως, στην υγρασία και στα οξειδωτικά μέσα.
Οι συγκεκριμένοι μηχανισμοί γήρανσης και υποβάθμισης οδηγούν σε σοβαρή και μη αναστρέψιμη αλλοίωση των έργων τέχνης. Τα προστατευτικά βερνίκια που επί του παρόντος χρησιμοποιούνται για την προστασία των έργων ζωγραφικής, είναι μη αποδεκτές λύσεις, σύμφωνα με τους ερευνητές, αφού η αφαίρεσή τους απαιτεί την χρήση διαλυτών που επηρεάζουν την υποκείμενη επιφάνεια του έργου.
Το γραφένιο απομονώθηκε το 2004 από τους Geim και Novoselov από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ (πήραν και το βραβείο Νόμπελ Φυσικής 2010) και έχει θεωρηθεί ως ένα «υλικό θαύμα» λόγω των εξαιρετικών ιδιοτήτων του, που έχουν ήδη βρει χρήση σε πλήθος εφαρμογών και προϊόντων.
Το πέπλο γραφενίου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα έργα τέχνης από την ελληνο-ιταλική ερευνητική ομάδα, είναι μια εύκαμπτη, διαφανής μεμβράνη που παράγεται μέσω της τεχνικής της χημικής εναπόθεσης ατμών. Έχει πάχος ενός ατόμου, αλλά χωρίς περιορισμό στις άλλες διαστάσεις του (μήκος και πλάτος) και έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επικάλυψη μεγάλων επιφανειών.
Τα αποτελέσματα από μετρήσεις που έλαβαν χώρα στα ελληνικά και ιταλικά εργαστήρια, έδειξαν ότι η μεμβράνη αυτή είναι μη διαπερατή στην υγρασία, στους οξειδωτικούς παράγοντες και σε άλλους βλαβερούς ρύπους, ενώ ταυτόχρονα απορροφά ένα μεγάλο μέρος της επιβλαβούς υπεριώδους ακτινοβολίας. Τέλος, σε αντιδιαστολή με άλλα προστατευτικά μέσα, οι επικαλύψεις αυτές απομακρύνονται σχετικά εύκολα, χωρίς να προκαλέσουν βλάβη στην επιφάνεια των έργων.
Στην έρευνα συμμετείχαν η Μαρία Κωτσίδη, ο Δρ. Γιώργος Γκοργκόλης, η Δρ. Maria-Giovanna Pastore-Carbone, ο Δρ. Γιώργος Αναγνωστόπουλος, ο Γιώργος Πατεράκης, ο Δρ. Αναστάσιος Μανίκας και ο Δρ. Γιώργος Τρακάκης (ΙΤΕ και Πανεπιστήμιο Πατρών) και η Δρ. Giovanna Poggi και ο καθηγητής Piero Baglioni από το Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας.
Η διεύθυνση για την επιστημονική δημοσίευση:
https://www.nature.com/articles/s41565-021-00934-z