Ενας ακόμη γύρος διαπραγμάτευσης με τους δανειστές ολοκληρώθηκε χωρίς να επιτευχθεί συνολική συμφωνία, αφήνοντας όμως «υποσχέσεις» ότι οι εναπομένουσες εκκρεμότητες θσ κλείσουν την πρώτη εβδομάδα του Απριλίου, με την επανάληψη των συνομιλιών. «Εγινε σημαντική πρόοδος» διαπιστώνει η Κομισιόν, ενώ στην κυβέρνηση επικρατεί αισιοδοξία. Οι ενδείξεις είναι ενθαρρυντικές και οι προϋποθέσεις για επιτυχή έκβαση υπάρχουν πλέον, καθώς οι ρυθμίσεις για τα περισσότερα ζητήματα του ασφαλιστικού και του φορολογικού έχουν συμφωνηθεί.
Οσον αφορά το φορολογικό απομένει προς συζήτηση μόνον το ύψος του αφορολογήτου – και αν θα ισχύσει για όλους. Στο ασφαλιστικό οι διαφορές εντοπίζονται σε τρία σημεία: Ποσοστά αναπλήρωσης, εισφορές, επικουρικές συντάξεις.
Σύγκλιση απόψεων επετεύχθη και για την εθνική σύνταξη, η οποία συμφωνήθηκε να είναι 384 ευρώ και να χορηγείται με 20 χρόνια ασφάλισης.
Στον επόμενο γύρο διαπραγμάτευσης το μεγαλύτερο «αγκάθι» θα είναι ο τρόπος υπολογισμού των συνάξεων με βάση το «ποσοστό αναπλήρωσης» (αναλογία σύνταξης επί των συντάξιμων αποδοχών). Στο θέμα αυτό υπάρχει μεγάλη διαφορά απόψεων μεταξύ Θεσμών και κυβέρνησης.
Οι εκπρόσωποι των δανειστών θέλουν πολύ χαμηλό ποσοτό αναπλήρωσης για τους αποχωρούντες με λιγότερα από 25 χρόνια ασφάλισης, ώστε να υπάρχει αντικίνητρο και να παραμένουν στη δουλειά πέραν της 25ετίας. Προτείνουν μάλιστα ποσοστό της τάξεως του 40%-42%.
Η πρόταση αυτή απορρίπτεται κατηγορηματικά από την ελληνική πλευρά, διότι – όπως επισήμανε αρμόδιος κυβερνητικός παράγων – θα οδηγούσε σε «κατακρεούργηση των χαμηλών συντάξεων».
Αντίθετα, σύγκλιση απόψεων υπάρχει για τα ποσοστά αναπλήρωσης των αποχωρούντων μετά την 25ετία – και ιδιαίτερα μετά από 30ετία. Οι δύο πλευρές συμφωνούν ότι αυτά πρέπει να είναι αρκετά υψηλότερα και να αυξάνονται προοδευτικά, ώστε να υπάρχει κίνητρο παραμονής σε ασφαλιζόμενη εργασία.
Κίνητρα και αντικίνητρα για ασφάλιση
Οι απόψεις ταυτίζονται ως προς το ότι πρέπει να υπάρχει μεγάλη διαφορά «αναπλήρωσης» μεταξύ των συνταξιοδοτούμενων με 25 χρόνια ασφάλισης και εκείνων που φεύγουν με 30. Αν η διαφορά είναι μικρή, οι εργαζόμενοι δεν θα έχουν κίνητρο να ασφαλιστούν μετά την 25ετία - αντιθέτως θα έχουν κίνητρο να εισφοροδιαφύγουν.
Ανοιχτό παραμένει το θέμα των επικουρικών συντάξεων. Το ποιες και πόσο θα περικοπούν, θα εξαρτηθεί τελικά από δύο παράγοντες: Από το ύψος κάθε επικουρικής και από το ποσοστό αναπλήρωσης.
Εαν το άθροισμα των δύο συντάξεων (επικουρικής και κύριας που προκύπτει από το νέο ποσοστό αναπλήρωσης) είναι χαμηλότερο των 1.400 ευρώ, ο συνταξιούχος δεν θα υποστεί καμία περικοπή.
Αν, όμως, το άθροισμα των δύο υπερβαίνει τα 1.400 ευρώ, η περικοπή μάλλον δεν πρόκειται να αποφευχεί – και θα είναι μεγαλύτερη όσο ανεβαίνει το συνολικό ποσό των δύο συντάξεων.