Πολιτική

Τη μαύρη μέρα που η Ελλάδα... πανηγύριζε


Του Διονύση Ελευθεράτου

Παρήλθαν ακριβώς είκοσι χρόνια από την ημέρα εκείνη… «Athens», εκστόμισε ο Σάμαρανκ και το γλέντι άρχισε. Νόμιζες μάλιστα ότι άρχιζαν ήδη και κάποια αγωνίσματα. Ότι ο Ανδρέας Φούρας, η Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη και οι λοιποί «σταυροφόροι» της ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 λάνσαραν το άθλημα «ταχύ τίναγμα εκ του καθίσματος, μετά επινικίων κραυγών».

Μαζί τους τινάχτηκε προς τα πάνω, τρισευτυχισμένο, το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. Δεν υποψιαζόταν πόσα - και πόσο αιχμηρά- παλούκια περίμεναν στην προσγείωση. Ήταν σαν σήμερα, 5 Σεπτεμβρίου, το 1997.

Οι αλαλαγμοί χαράς σκέπαζαν τις λιγοστές θαρραλέες «αιρετικές» φωνές, που επισήμαιναν ότι μπαίναμε σε μια ζόρικη περιπέτεια. Περιπέτεια καθόλου γοητευτική (εκτός αν ήσουν μεγαλοεργολάβος ή πρόθυμος καταναλωτής «μεγάλων ιδεών»), μα πολύ επικίνδυνη.

Αν κάποια από αυτές τις... παράταιρες φωνές κατόρθωνε να ακουστεί μέσα στον πανηγυρικό ορυμαγδό των καλοπροαίρετων, των «ψωνισμένων», των «εχόντων έννομο συμφέρον» και των πολιτικών εμπόρων αντιμετωπιζόταν με τον στερεότυπο αφορισμό: «Μην ακούτε τις Κασσάνδρες». Λες κι οι Τρώες είχαν ωφεληθεί που δεν άκουσαν την Κασσάνδρα…

Εδώ και χρόνια σκοράρει σε κενή εστία οποιοσδήποτε επισημαίνει απλώς ότι οι «αιρετικοί» δικαιώθηκαν πλήρως στις προβλέψεις τους. Γι' αυτό, «τιμώντας» την... αποφράδα επέτειο της 5ης Σεπτεμβρίου 1997, ας κάνουμε κάτι επιπρόσθετο: Ας δούμε πόσο πιθανή ή απίθανη ήταν εκ των προτέρων, δηλαδή στη χρονική περίοδο 1997-2004, η διαφορετική εξέλιξη των πραγμάτων.

Σε ποιο συμπέρασμα θα καταλήξουμε; Ότι οι «αιρετικοί» δεν είχαν τις μαντικές ικανότητες της Κασσάνδρας, αλλά απλή λογική και στοιχειώδη διορατικότητα.

«Κύριε Δούκα, αν είναι έτσι βουλιάζουμε…»

Πόσο υποχρεώθηκε να πληρώσει για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 η κοινωνία, που στα τελευταία οκτώ χρόνια στραγγαλίζεται και ξεζουμίζεται για να «σωθεί η χώρα από τα χρέη και τα ελλείμματα»; Το κόστος έμοιαζε από την αρχή με το ποσό που απαιτούν οι ανελέητοι εκβιαστές: ολοένα και μεγαλύτερο.

Ο αρχικός προϋπολογισμός των Αγώνων, χωρίς τα έξοδα του Οργανισμού «Αθήνα 2004», ήταν 2,2 δισεκατομμύρια ευρώ. Πριν ακόμη παραδώσει το ΠΑΣΟΚ την εξουσία στη Ν.Δ. (Μάρτιος 2004), ο λογαριασμός είχε ήδη υπερδιπλασιαστεί, φθάνοντας τα 4,6 δισεκατομμύρια.

Προς το τέλος του 2004 η κυβέρνηση Καραμανλή ανακοίνωσε ότι ξοδέψαμε το ποσό των 8,95 δισ. ευρώ. Αργότερα η Standard & Poor's μάς «ξεφούρνισε» άλλο ελάχιστο κόστος: τα 11,27 δισ. ευρώ.

Σταματάμε εδώ; Αμ δε… Τον Αύγουστο του 2005 η Φάνη Πάλλη – Πετραλιά, που ήταν αναπληρώτρια υπουργός Πολιτισμού το 2004, παραδέχθηκε πως το πραγματικό κόστος υπερέβαινε τα 13 δισεκατομμύρια ευρώ.

Το ποσό αυτό προσέγγιζε το 6% του ελληνικού ΑΕΠ. Για να έχουμε μέτρο σύγκρισης: οι Αγώνες του 1992 στη Βαρκελώνη στοίχησαν το 1,6% του ισπανικού ΑΕΠ και εκείνοι του 2000 στο Σίδνεϊ, το 1,5% του ΑΕΠ της Αυστραλίας.

«Μα αυτό είναι λογικό, εάν αναλογιστούμε πόσο μεγάλα ήταν τα ΑΕΠ των χωρών αυτών, σε απόλυτα μεγέθη» θα παρατηρήσει κάποιος. Σωστά. Μόνο που αυτή η παράμετρος υπογραμμίζει πόσο εγκληματική ήταν η σπατάλη – επίδειξη «εθνικού» νεοπλουτισμού που χαρακτήρισε τους Αγώνες του 2004 και στην οποία θα αναφερθούμε, σε αδρές γραμμές, εν συνεχεία.

«Κύριε Δούκα, αν συμβαίνουν όλες αυτές οι υπερκοστολογήσεις, βουλιάζουμε», είπε στη Βουλή τον Δεκέμβριο του 2004 ο τότε πρόεδρός της, Απ. Κακλαμάνης, σχολιάζοντας τη λίστα με τα υπερκοστολογημένα έργα, την οποία κατέθεσε ο υφυπουργός Οικονομικών (Πέτρος Δούκας). Όλα αυτά «κατόπιν εορτής»… Έστω κι αν η χώρα ζούσε ακόμη στον εορταστικό απόηχο.       

Η «κομψή» ομολογία της Πετραλιά και ο… άθλος της Στέγης

Είναι, όμως, «κοινό μυστικό» ότι η πραγματική «λυπητερή» υπερβαίνει -ίσως κατά πολύ- τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ, εάν προσμετρηθούν «ομιχλώδεις» δαπάνες που φορτώθηκαν «σιωπηρά» στο ελληνικό Δημόσιο.

Όσο για την -πάλαι ποτέ πολυδιαφημισμένη- «μεγάλη συνεισφορά» των ιδιωτών και των χορηγών, αρκεί να θυμηθούμε τι είχε πει το καλοκαίρι του 2004 η ίδια η Φάνη Πάλλη-Πετραλιά: «Ο Έλληνας πολίτης είναι ο μοναδικός χορηγός των Αγώνων».

Το ανέφερε σε συνέντευξή της που δημοσιεύθηκε στην «Ελευθεροτυπία», στις 5 Ιουλίου 2004. Την εποχή της γενικής ευφορίας για τις επιδόσεις της εθνικής ποδοσφαιρικής ομάδας στο Euro 2004 (την προηγούμενη ημέρα είχε αναδειχθεί πρωταθλήτρια Ευρώπης), η διατύπωση μιας αλήθειας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν κόστιζε πολύ...

Σε αυτόν τον παροξυσμό γκλαμουριάς δυο πράγματα αξίζει να ξεχωρίσει κανείς: ένα «έμβολο» κι ένα σύμβολο! Οι «πονηρές», οι... βολικές καθυστερήσεις ήταν το όπλο με το οποίο «εμβολίστηκαν» -κι εν τέλει καθηλώθηκαν- οι όποιες αντιδράσεις θα μπορούσαν να έχουν προκληθεί από τη διόγκωση του κόστους. «Μα, να γίνει η χώρα ρεζίλι; Ας είναι υπερκοστολογημένα. Τώρα σημασία έχει να προλάβουμε τα έργα...».

Ω ναι, πρόλαβαν να κάνουν ακόμη και την περιττή στέγη Καλατράβα! Αυτό ακριβώς είναι το σύμβολο. Σύμβολο ματαιοδοξίας, νεοπλουτισμού, κομπασμού της «ισχυρής Ελλάδας».

Η στέγη Καλατράβα κόστισε 350 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή το 54% ολόκληρου του ποσού (651 εκατ.) που είχαν ξοδέψει οι Πορτογάλοι για να κατασκευάσουν ή να ανακαινίσουν τα γήπεδά τους, εν όψει του Euro 2004!

Θέλετε να λάβουμε υπόψη άλλον υπολογισμό, σύμφωνα με τον οποίο στην Πορτογαλία το πραγματικό, τελικό κόστος των γηπέδων ανήλθε στα 800 εκατ. ευρώ; Ωραία. Η περιττή στέγη Καλατράβα κόστισε κάτι λιγότερο ή κάτι περισσότερο του μισού (από 44% έως 54%) των χρημάτων που ξόδεψαν οι Πορτογάλοι για κάτι 100% αναγκαίο.

Τα Ολυμπιακά Ακίνητα είχαν προϋπολογισμό ενός δισεκατομμυρίου ευρώ και απροσδιόριστο, σίγουρα μεγαλύτερο, τελικό κόστος. Έξι χρόνια αργότερα μόλις και μετά βίας απέδιδαν 30 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Αναξιοποίητες εγκαταστάσεις, λιγότερο πράσινο, λιγότεροι ελεύθεροι χώροι (σε Γαλάτσι, Μαρούσι, Νίκαια, κ.λπ.), περισσότερο τσιμέντο σε παραλίες (Σχινιάς, Αγ. Κοσμάς) και περισσότερη ασχήμια είναι το κληροδότημα της διοργάνωσης.

Μαζί με αυτά και το σκάνδαλο του συστήματος ασφαλείας «C4I»: πάλι καλά που αναγνωρίστηκε κι ένα επιμέρους σκάνδαλο, μέσα στο τερατούργημα των Αγώνων του 2004.

Οι επενδύσεις δεν ήρθαν...

«Μα δεν ήταν αναπόφευκτα όλα αυτά;», θα πει κάποιος. Θεωρητικά δεν ήταν, μολονότι η διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων αποδείχθηκε κατά το παρελθόν βαριά υπόθεση, με μακροχρόνιες συνέπειες, ακόμη και για ορισμένες μεγάλες χώρες. Η γραμμή πλεύσης, όμως, των οικονομικών και πολιτικών ελίτ στην Ελλάδα καθιστούσε σχεδόν βέβαιη τη δικαίωση των «αιρετικών».

Θέλετε παράδειγμα; Τον Αύγουστο του 1997, δηλαδή λίγες εβδομάδες προτού «κερδίσει» η Αθήνα τη διοργάνωση του 2004, είχε διεξαχθεί το «Αθήνα '97», το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στίβου. Πόσο κόστισε η διοργάνωση; Ο αρχικός προϋπολογισμός ήταν 5,2 δισεκατομμύρια δραχμές. Σε ένα χρόνο κι ένα μήνα (Ιούνιος 1997) πρόλαβε να βρεθεί στα 9,2 δισ. δρχ., αλλά το τρίτο άλμα θα το ζήλευε κι ο... Σεργκέι Μπούμπκα: οι δαπάνες εκτοξεύτηκαν στα 19 δισ. δρχ., δίχως καν να κάνει αναμόρφωση προϋπολογισμού η Κεντρική Οργανωτική Επιτροπή! Η φιγουρατζού «μαμά-Ελλάδα» είχε δώσει ήδη δείγματα γραφής. Κι η «εποχή Σημίτη» τα πρώτα της διαπιστευτήρια.

Τι απέγιναν τα περίφημα «μεγάλα οικονομικά οφέλη» που θα έρχονταν και μάλιστα... για μόνιμη εγκατάσταση, χάρη στους Αγώνες του 2004;

«Θα έρθουν εδώ ξένοι επενδυτές», έλεγαν το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. Ναι, καλά. Κατά το... ένδοξο έτος 2004 η αξία των ξένων επενδύσεων περιορίστηκε στο 0,7% του ΑΕΠ. Το 2005 έπεσε περισσότερο -καθοδική μάλιστα ήταν και η τροχιά των ελληνικών επενδύσεων.

Έκπληξη; Καθόλου. Όσοι έχουν στοιχειώδη επαφή με την πραγματικότητα γνωρίζουν ότι οι ξένες επενδύσεις είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων.   Όποιος πίστευε ότι η «πανήγυρις» του 2004 θα συμπεριλαμβανόταν στα κριτήρια των ξένων επενδυτών, μάλλον ήταν -από τότε- «για τα πανηγύρια»...

...και ήρθαν 1 εκατ. τουρίστες… λιγότεροι!

Παραμονές των Αγώνων του 2004, οι μεγαλύτερες κατασκευαστικές ζήτησαν στήριξη - κοινώς, ευνοϊκά μέτρα- από την ελληνική κυβέρνηση, διαβλέποντας άμπωτη έπειτα από «τη μεγάλη γιορτή». Αχόρταγες; Ναι, αλλά και με επίγνωση της κατάστασης: ήξεραν τι (δεν) θα ακολουθήσει. Ο τομέας, όμως, στον οποίο οι υπερφίαλες προβλέψεις αποδείχθηκαν κωμικές ήταν ο τουρισμός...

Το 2004 ήλθαν στην Ελλάδα ένα εκατομμύριο ξένοι λιγότεροι από όσους μας επισκέφθηκαν το 2003. Στη συνέχεια σημειώθηκαν αυξομειώσεις που σχετίζονταν με «χίλιες δύο» παραμέτρους (τιμές, καλύτερη ή χειρότερη οικονομική κατάσταση διεθνώς κ.λπ.), όχι όμως με τις μνήμες των Αγώνων του 2004.

Πώς και γιατί θα μπορούσαν να είναι, δηλαδή, διαφορετικά τα πράγματα; Ας πούμε ότι σκέφτεστε να επισκεφθείτε την Πράγα, το Παρίσι ή την Ινδία. Για να εκτιμήσετε το Taj Mahal, τα κάλλη του Παρισιού, τη Γέφυρα του Καρόλου στην Πράγα, θα πρέπει να προηγηθούν... Ολυμπιακοί Αγώνες στις αντίστοιχες χώρες; Γιατί δηλαδή θα υπήρχε... Ολυμπιακό προαπαιτούμενο για την Κέρκυρα, τη Ρόδο, την Ακρόπολη;

«Μα η Βαρκελώνη από το 1992 έχει σταθερά υψηλότερο τουρισμό». Πολύ σωστά, διότι η Βαρκελώνη με τους Αγώνες κατόρθωσε να αναμορφωθεί προς το καλύτερο. Η Αθήνα κατάφερε να παραμορφωθεί ακόμη περισσότερο.  Εκτός αν κάποιοι πίστεψαν ότι θα κατέφθαναν Ιάπωνες τουρίστες για να φωτογραφήσουν το... γήπεδο του μπάντμιντον ή τον νέο Ιππόδρομο...

Ήταν, λοιπόν, 5 Σεπτεμβρίου 1997. Η Ελλάδα πανηγύριζε, λίγο καιρό αφότου ο τότε πρωθυπουργός Σημίτης προειδοποιούσε -με το στόμα του καθηγητή Σπράου- ότι σκόπευε να πετσοκόψει συντάξεις.

Από τότε και έως το 2012, το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. τσακώνονταν ακόμη και για τα οικονομικά της Άνω Ραχούλας. Για την ασύλληπτη ενοχή τους στο οικονομικό αίσχος του 2004 κανείς δεν άνοιξε το στοματάκι του να πει κουβέντα για τον άλλον. Διπλή ενοχή, εξασφαλισμένη σιωπή.

ΥΓ: Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην εφημερίδα «Sportday», στις 5 Σεμπεμβρίου 2010. Στο σημερινό κείμενο - που δημοσιεύθηκε stokokkino.gr - έχουν αλλάξει οι χρονικοί προσδιορισμοί και προστέθηκαν λίγα στοιχεία τα οποία γνωστοποιήθηκαν μετά την πρώτη δημοσίευση.