Από τις αρχές του 2018 θα περάσει στην εθνικό δίκαιο η οδηγία IDD. Στόχος της Οδηγίας είναι να συνδράμει στην περαιτέρω διαφάνεια της ασφαλιστικής αγοράς, στην θέσπιση ενιαίων δίκαιων όρων και προϋποθέσεων για την λειτουργία των καναλιών προώθησης και διανομής ασφαλιστικών προϊόντων και την διασφάλιση της ίσης πρόσβασης των καταναλωτών σε αυτά. To υπουργείο Οικονομικών, αναγνωρίζοντας μετά από παρέμβαση του Ιωάννη Χατζηθεοδοσίου Προέδρου του ΕΕΣ το ρόλο του κλάδου της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης αποφάσισε την συμμετοχή εκπροσώπου του κλάδου στην νομοπαρασκευαστική επιτροπή που έχει συσταθεί για την εφαρμογή της κοινοτικής Οδηγίας IDD στο εθνικό δίκαιο.
Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περιλαμβάνει τις απευθείας πωλήσεις, τις ιστοσελίδες σύγκρισης τιμών, τις υπηρεσίες διαχείρισης ασφαλιστικών προϊόντων.
Με τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στην Οδηγία, θεσπίζονται κανόνες και προϋποθέσεις για την άσκηση δραστηριοτήτων διάθεσης (πώλησης) ασφαλιστικών προϊόντων, καθορίζονται επαγγελματικά προσόντα και λαμβάνεται μέριμνα για μεγαλύτερη προστασία των καταναλωτών. Επίσης:επεκτείνεται το πεδίο εφαρμογής των αυτών των κανόνων, αναβαθμίζεται το επαγγέλμα του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, καθορίζονται υψηλά επαγγελματικά πρότυπα για τους επαγγελματίες του κλάδου.
Η IDD απαιτεί την ελάχιστη εναρμόνιση δίδοντας έτσι τη δυνατότητα στα κράτη – μέλη της Ε.Ε να θέσουν ακόμα υψηλότερες απαιτήσεις
Το υπό διαμόρφωση πλαίσιο δεν θα τύχει εφαρμογής σε ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές που ασκούν το επάγγελμα ως δευτερεύουσα δραστηριότητα.Η IDD οδηγία προσδιορίζει τον όρο δευτερεύουσα δραστηριότητα ως την ασφάλιση, η οποία είναι συμπληρωματική προς το αγαθό ή την υπηρεσία και καλύπτει κίνδυνο βλάβης, απώλειας ή ζημιάς, το ποσό των ασφαλίστρων δεν υπερβαίνει τα 600 ευρώ ετησίως και η διάρκεια της ασφάλισης είναι μικρότερη των τριών μηνών και τα ασφάλιστρα κατ΄ άτομο δεν υπερβαίνουν τα 200 ευρώ ετησίως.
Ο ΣΕΜΑ θεωρεί ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στα κριτήρια βάσει των οποίων θα ορίζεται η δευτερεύουσα δραστηριότητα. Σε ότι αφορά ειδικότερα το ύψος των ασφαλίστρων, εκτιμά ότι ετησίως δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 300 ευρώ και όχι τα 600 ευρώ. Επίσης, θέτει ζήτημα για την εξαίρεση των πιστωτικών ιδρυμάτων, υποστηρίζοντας ότι θα πρέπει να υπάρξει σαφής διευκρίνιση των δυνατοτήτων όσων προωθούν ασφαλιστικών προγράμματα μέσω του banc assurance, καθώς και σαφής προσδιορισμός των αναγκαίων εκπαίδευσης και πιστοποίησής τους.
Οι διανομείς ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων θα πρέπει μεταξύ των άλλων να :κατέχουν επαρκείς γνώσεις και ικανότητες, διαθέτοντας κάθε χρόνο τουλάχιστον 15 ώρες επαγγελματικής κατάρτισης, να αποδεικνύουν τον επαγγελματισμό τους, να διαθέτουν λευκό ποινικό μητρώο,να μην έχουν εμπλοκή σε πτωχεύσεις εταιρειών, να διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης για τουλάχιστον 1,250 εκατ. ευρώ ανά απαίτηση και 1,850 εκατ. ευρώ σε σύνολο.