Μια κρίσιμη διόρθωση πορείας στο σχέδιο «Ηρακλής» για την τιτλοποίηση μη εξυπηρετούμενων δανείων θα τεθεί αύριο στο τραπέζι των συζητήσεων μεταξύ του υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα, και της αντιπροέδρου της Κομισιόν, Μαργκρέτ Βεστάγκερ. Χωρίς αυτή την αλλαγή, που θα πρέπει να περιληφθεί στο νομοσχέδιο για τον «Ηρακλή ΙΙ», τράπεζες και εταιρείες διαχείρισης δανείων φοβούνται ότι το όλο σχέδιο θα μπορούσε να εκτροχιασθεί, λόγω χαμηλών ανακτήσεων από τα προβληματικά δάνεια που τιτλοποιούνται και φεύγουν από τους τραπεζικούς ισολογισμούς.
Όπως έχει γράψει από τις 20 Μαρτίου το Σin, πρόκειται για μια διαπραγμάτευση υψηλού βαθμού δυσκολίας. Αφορά το χρόνο ανάκτησης των δανείων που τιτλοποιούνται με το σχέδιο «Ηρακλής». Ο αρχικός νόμος έθετε ένα πρώτο ορόσημο 12 μηνών από κάθε τιτλοποίηση: σε αυτό το διάστημα, εξετάζονται οι ανακτήσεις και αν έχουν μεγάλη απόκλιση από το αρχικό σχέδιο (πάνω από 20%) ενεργοποιούνται κυρώσεις κατά των διαχειριστών δανείων, που φθάνουν ακόμη και στην αποβολή από την τιτλοποίηση, δηλαδή στην πλήρη απώλεια αμοιβής. Στη συνέχεια, όμως, η προθεσμία αυτή «ξεχείλωσε» στους 24 μήνες, καθώς λήφθηκαν υπόψη οι καθυστερήσεις στους πλειστηριασμούς που προκλήθηκαν από την πανδημία.
Όμως, ούτε και αυτό το διάστημα παράτασης κρίνεται ικανό να αποσοβήσει πλήρως τον κίνδυνο επιβολής κυρώσεων στις εταιρείες διαχείρισης, καθώς, όπως υποστηρίζεται, από τον Νοέμβριο και για περισσότερους από έξι μήνες πάγωσαν εντελώς όχι μόνο οι πλειστηριασμοί, που αρχίζουν από αύριο, αλλά και οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα ουσιαστικά να έχει χαθεί και το 2021, αφού οι πλειστηριασμοί εκτιμάται ότι θα αρχίσουν με εντονότερους ρυθμούς από το φθινόπωρο και μετά.
Έτσι, αρχικά είχε ζητηθεί από τους ενδιαφερόμενους μια παράταση της προθεσμίας στους 48 μήνες, η οποία όμως θεωρήθηκε υπερβολική και πλέον το αίτημα που συζητείται με την Κομισιόν αφορά μια παράταση στους 36 μήνες, η οποία θα καλύψει όχι μόνο τις τιτλοποιήσεις που θα γίνουν με το δεύτερο κύκλο του σχεδίου «Ηρακλής» αλλά και τις τιτλοποιήσεις που έχουν ήδη γίνει. Συνολικά αφορούν δάνεια αξίας άνω των 60 δισ. ευρώ.
Όμως, ακόμη και για να γίνει δεκτό αυτό το αίτημα θα χρειασθεί η πολιτική βούληση της Βεστάγκερ για διευκόλυνση των ελληνικών αρχών, αφού όλα τα επιχειρήματα για το θέμα είναι εις βάρος της Ελλάδας. Όπως εκτιμούν στις Βρυξέλλες,
- Οι 24 μήνες είναι ήδη μια περίοδος που θεωρείται υπερβολική και πάντως στην Ιταλία, τη μοναδική άλλη ευρωπαϊκή χώρα που εφαρμόζει τέτοιο σχέδιο τιτλοποιήσεων με κρατικές εγγυήσεις, δεν έχει δοθεί παράταση στους 36 μήνες, την οποία ζητεί η Ελλάδα. Υποτίθεται ότι οι Βρυξέλλες επιτρέπουν τις κρατικές εγγυήσεις σε τέτοια προγράμματα με πολύ αυστηρούς όρους, που δεν συνάδουν με τέτοιες «χαλαρές» διαδικασίες ανάκτησης.
- Η καθυστέρηση που προκλήθηκε το τελευταίο εξάμηνο ήταν αποτέλεσμα απόφασης της ελληνικής κυβέρνησης, που ερμήνευσε με το δικό της τρόπο τα μέτρα που έπρεπε να λάβει εν μέσω της υγειονομικής κρίσης. Πάντως, σε καμία άλλη χώρα της Ευρώπης, εκτός από την Ουγγαρία, δεν υπήρξε τέτοιο «πάγωμα» των πλειστηριασμών.
Το κλίμα της διαπραγμάτευσης επιβαρύνεται και από ένα ακόμη γεγονός: ότι η κυβέρνηση, παρότι είχε αναλάβει αυστηρές σχετικές δεσμεύσεις έναντι των Θεσμών, δεν έχει διαμορφώσει ακόμη τις προϋποθέσεις για την πλήρη εφαρμογή του πτωχευτικού νόμου από την 1η Ιουνίου. Ο νόμος προβλέπει ότι όταν βγαίνουν σε πλειστηριασμό ακίνητα οικονομικά ασθενέστερων, θα μπορεί να τα αγοράζει ένας φορέας του ιδιωτικού τομέα, που θα τα εκμισθώνει και πάλι στον αρχικό ιδιοκτήτη, ώστε να αποφεύγονται οι εξώσεις. Όμως, τέτοιος φορέας δεν έχει δημιουργηθεί, ενώ η κυβέρνηση φέρεται να έχει προτείνει να μην είναι ιδιωτικός, αλλά δημόσιος, κάτι που αλλάζει εντελώς το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης με τις Βρυξέλλες.
Αν δεν εγκριθεί η παράταση στους 36 μήνες, τα δάνεια του πρώτου «Ηρακλή» θα μετατραπούν σε σοβαρό πολιτικό πρόβλημα για την κυβέρνηση, ιδιαίτερα ενόψει της προοπτικής πρόωρων εκλογών το φθινόπωρο, ή στις αρχές του 2021. Οι εταιρείες διαχείρισης δανείων θα υποχρεωθούν να προχωρήσουν σε ένα «κρεσέντο» πλειστηριασμών από το φθινόπωρο, σε μια προσπάθεια να καλύψουν το χαμένο έδαφος και να αποφύγουν τις κυρώσεις.
Γενικότερα, όμως, αρχίζει να τίθεται ένα θέμα που δεν έχει συζητηθεί επαρκώς ως τώρα, εν μέσω της ευφορίας για τη «μαγική» λύση εξυγίανσης των τραπεζικών χαρτοφυλακίων μέσω τιτλοποιήσεων με κρατικές εγγυήσεις: το θεσμικό πλαίσιο για την ανάκτηση δανείων στην Ελλάδα δεν δημιουργεί εμπιστοσύνη ότι θα προχωρήσουν κανονικά οι ανακτήσεις για να αποφύγουν οι εταιρείες διαχείρισης την... έξωση από τις τιτλοποιήσεις και το Δημόσιο τις καταπτώσεις εγγυήσεων που θα επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό -το συνολικό ύψος των εγγυήσεων θα φθάσει τα 24 δισ. ευρώ.
Προειδοποίηση από τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων
Το ζήτημα αυτό είχε θέσει, σε πρόσφατη ομιλία του, ο Αν. Πανούσης, διευθύνων σύμβουλος της doValue και πρόεδρος της ένωσης των εταιρειών διαχείρισης δανείων,
- Το πρόβλημα των κακόπιστων οφειλετών, εκείνων που επιχειρούν να αξιοποιήσουν ακόμη και τη δοκιμασία της πανδημίας για να αποφύγουν τις υποχρεώσεις τους σε βάρος των συνεπών και της οικονομίας, παραμένει. Και δυστυχώς βρίσκουν καταφύγιο σε μέτρα καλής πρόθεσης που αποδεικνύονται όμως στην πράξη ατελέσφορα και φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα.
- Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η γενική αναστολή όλων των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης – και όχι μόνον των πλειστηριασμών. Έχω πει επανειλημμένα και με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι οι πλειστηριασμοί και γενικά η προσφυγή σε αναγκαστική εκτέλεση δεν αποτελεί ούτε πρόθεση, ούτε επιλογή μας. Εμείς θέλουμε λύσεις. Λύσεις αμοιβαία αποδεκτές και βιώσιμες για να αναβιώσουν και να πληρωθούν τελικά τα δάνεια στο βαθμό που μπορεί να ανταποκριθεί ο οφειλέτης. Η αναγκαστική εκτέλεση δεν είναι πρώτη μας προτεραιότητα. Είναι λύση κοστοβόρα και χρονοβόρα.
- Αλλά. Υπάρχει ένα μεγάλο «αλλά». Η απουσία της, ως έσχατο μέσο καταφυγής σε βάρος των στρατηγικών κακοπληρωτών, έχει σοβαρές παρενέργειες. Οι κατά σύστημα ασυνεπείς ενθαρρύνονται στην ασυνέπειά τους. Και οι συνεπείς βλέπουν ότι οι καταχρηστικές συμπεριφορές γίνονται ανεκτές. Έτσι καταστρέφεται μια μεγάλη κατάκτηση που είχαμε τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης, η αποκατάσταση της κουλτούρας πληρωμών στην Ελλάδα. Όπως όλοι ξέρουμε, ήταν πηγή δεινών για την οικονομία στο παρελθόν.
- Η υποτροπή αποτελεί απειλή για το δημόσιο συμφέρον μακροπρόθεσμα, κι όχι απλώς για τους κατόχους δανειακών χαρτοφυλακίων. Το παρατεταμένο πάγωμα των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης έχει ήδη πλήξει σοβαρά το ρυθμό με τον οποίο επιτυγχάνονται ρυθμίσεις και συναινετικές διευθετήσεις. Έτσι, όμως, ξεκινά ένα ντόμινο παρενεργειών στην οικονομία. Τα σχέδια των τραπεζών για μείωση του αποθέματος ΜΕΔ καθυστερούν, και μαζί τους η πλήρης αποκατάσταση της δυνατότητάς τους να χρηματοδοτούν την οικονομία – τώρα ακριβώς που πρέπει να στηριχτεί η ανάκαμψη.
- Εάν υπάρξει περαιτέρω επιδείνωση, αυξάνει ο συντελεστής ρίσκου και για τις τιτλοποιήσεις που έχει εγγυηθεί το Δημόσιο, δηλαδή ο Έλληνας φορολογούμενος, μέσω του προγράμματος Ηρακλής. Οι σχεδιασμοί των επενδυτών δυσχεραίνονται με αντίστοιχη επίπτωση στις αποτιμήσεις των νέων τιτλοποιήσεων – δηλαδή των ποσών που θα επενδύσουν στη χώρα ξένοι επενδυτές για να αποκτήσουν τα αντίστοιχα χαρτοφυλάκια.