Πολιτική

Θρίλερ με το... καλημέρα στη δεύτερη αξιολόγηση


 Παρότι ο Αλέξης Τσίπρας τόνιζε σε κάθε ευκαιρία, το προηγούμενο διάστημα, ότι είναι επιτακτική ανάγκη να κλείσει το συντομότερο -και πάντως ως τα μέσα Νοεμβρίου- η δεύτερη αξιολόγηση της οικονομίας από τους θεσμούς, ώστε να «ξεκλειδώσουν» και οι αποφάσεις για το χρέος, η άφιξη των εκπροσώπων του κουαρτέτου αναβλήθηκε ως τα τέλη της εβδομάδας, εν μέσω οργίου φημών για άμεση ανακοίνωση κυβερνητικού ανασχηματισμού.

Του Νώντα Χαλδούπη

Η παρέμβαση του Πάνου Σκουρλέτη στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ κατά της πώλησης του 17% της ΔΕΗ, που συνοδεύθηκε από σκληρή κριτική στο οικονομικό πρόγραμμα του μνημονίου γέννησε ένα πολύ σοβαρό πολιτικό ερώτημα: μπορεί η κυβέρνηση με τη σημερινή της σύνθεση να διαπραγματευθεί το κεφάλαιο «αποκρατικοποιήσεις», που είναι ένα από τα σημαντικότερα της δεύτερης αξιολόγησης, όταν ο υπουργός που εποπτεύει τις εταιρείες του τομέα της ενέργειας λέει «όχι» στην περαιτέρω αποκρατικοποίηση της ΔΕΗ;

Ο υπουργός Ενέργειας ήταν κατηγορηματικός στην τοποθέτηση του για αυτό το θέμα: «δεν μπορώ να δεχθώ ότι πρέπει να φύγει το 17% της ΔΕΗ», τόνισε, για να αφήσει σαφώς να εννοηθεί ότι τάσσεται υπέρ της μεταφοράς των μετοχών της εταιρείας από το ΤΑΙΠΕΔ στο νέο ταμείο αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, υπογραμμίζοντας χαρακτηριστικά ότι αυτό «είναι διαφορετικό από την πώλησή τους μέσω του ΤΑΙΠΕΔ».

Η τοποθέτηση Σκουρλέτη δημιουργεί προϋποθέσεις για σοβαρή εμπλοκή των διαπραγματεύσεων, καθώς όσα δήλωσε ο υπουργός Ενέργειας αποκλίνουν κατά πολύ από τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η κυβέρνηση με το τρίτο μνημόνιο, την υλοποίηση των οποίων καλούνται να ελέγξουν οι εκπρόσωποι των δανειστών.

Ειδικότερα, στο τρίτο μνημόνιο είχε ενταχθεί ειδικό παράρτημα, το οποίο είχε συνταχθεί από το ΤΑΙΠΕΔ, όπου περιγραφόταν αναλυτικά το πλάνο των αποκρατικοποιήσεων (asset development plan). Σε αυτό το έγγραφο αναφερόταν ότι το 17% της ΔΕΗ θα πωληθεί πιθανόν εντός του 2016 και, πάντως, θα προσληφθούν οι σύμβουλοι αποκρατικοποίησης και θα χαραχθεί η στρατηγική για την πώληση των μετοχών μέχρι το τέλος του έτους.

Πέραν αυτού, όμως, η πώληση του 17% είναι νομικά «θωρακισμένη», καθώς οι μετοχές έχουν ήδη μεταφερθεί στο χαρτοφυλάκιο του ΤΑΙΠΕΔ και ο ιδρυτικός νόμος του ταμείου ορίζει ότι τα περιουσιακά στοιχεία που καταλήγουν στην κατοχή του είναι υποχρεωτικό να πουληθούν και ρητά απαγορεύει την επιστροφή τους στο Δημόσιο, κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει οι δανειστές να εγκρίνουν τροποποίηση του ιδρυτικού νόμου του ΤΑΙΠΕΔ, για να εφαρμοσθεί το σχέδιο Σκουρλέτη περί μεταφοράς των μετοχών στο νέο υπερταμείο.

Με άλλα λόγια, η πώληση του 17% των μετοχών της ΔΕΗ είναι μια δρομολογημένη υποχρέωση της κυβέρνησης, με πολύ ισχυρή τυπική «θωράκιση». Δεδομένου ότι, όπως έδειξε η τελευταία συνεδρίαση του Eurogroup, η γραμμή των δανειστών είναι να αξιολογηθεί με απόλυτη αυστηρότητα η κυβέρνηση σε σχέση με την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, το πιθανότερο είναι πως μια προσπάθεια αναθεώρησης των συμφωνηθέντων για τη ΔΕΗ θα προκαλούσε σοβαρή εμπλοκή της διαπραγμάτευσης.

Ενδεικτικό του κλίματος που επικρατεί είναι ότι οι δανειστές, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν είναι διατεθειμένοι να ακούσουν ούτε και τις εύλογες προτάσεις για αναβολή της αποκρατικοποίησης, λόγω της πολύ χαμηλής χρηματιστηριακής αξίας της ΔΕΗ αυτή την περίοδο (η αξία του 17% μόλις υπερβαίνει, με βάση τις τρέχουσες τιμές, τα 110 εκατ. ευρώ).

Ανασχηματισμός διαπραγμάτευσης;

Εξάλλου, εδώ και αρκετές ημέρες οι δανειστές έχουν στείλει σαφές μήνυμα δυσφορίας για την περιορισμένη πολιτική υποστήριξη του προγράμματος από την κυβέρνηση. Όπως είχε δηλώσει προ δεκαημέρου στο “Bloomberg” ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά προηγούμενες δηλώσεις του Πιερ Μοσκοβισί, «υπάρχουν υπουργοί που δείχνουν απροθυμία να εφαρμόσουν τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις».

Το ερώτημα, λοιπόν, είναι αν ο Αλέξης Τσίπρας θα προχωρήσει σε αυτό το στάδιο των διαπραγματεύσεων με το ίδιο κυβερνητικό σχήμα, ή αν θα προχωρήσει τα επόμενα 24ωρα σε ένα ανασχηματισμό που θα προσαρμόσει το κυβερνητικό σχήμα στη βασική πολιτική ανάγκη της περιόδου, δηλαδή στην ανάγκη για γρήγορη ολοκλήρωση της αξιολόγησης.

Η σχετική φημολογία ήταν πολύ έντονη τις τελευταίες ώρες και ενισχύθηκε από την απόφαση των εκπροσώπων των δανειστών να καθυστερήσουν την άφιξή τους στην Αθήνα, που ήταν προγραμματισμένη για τις αρχές αυτής της εβδομάδας. Αρχικά έγινε γνωστό ότι θα καθυστερούσε η εκπρόσωπος του ΔΝΤ, Ντέλια Βελκουλέσκου, στη συνέχεια, όμως, γνωστοποιήθηκε ότι και τα άλλα στελέχη του κουαρτέτου θα φθάσουν στην Αθήνα στα τέλη της εβδομάδας.

Ακόμη και αν δεν ζητήθηκε από την ελληνική πλευρά αυτή η αναβολή, εκ των πραγμάτων δίνεται επαρκής χρόνος για να οριστικοποιήσει το Μαξίμου τις αποφάσεις του για το αν θα συνεχίσουν τη διαπραγμάτευση οι ίδιοι υπουργοί, ή αν θα υπάρξει ανασχηματισμός.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, τα χρονικά περιθώρια έχουν γίνει ασφυκτικά. Ο διαθέσιμος χρόνος για την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης έχει περιορισθεί πλέον στις 20 ημέρες, δεδομένου ότι θα πρέπει να υπάρχει και ένα χρονικό περιθώριο 10-15 ημερών, για να συνταχθεί η έκθεση αξιολόγησης και να διαμορφωθεί η ατζέντα της κρίσιμης συνεδρίασης του Eurogroup, στις αρχές Δεκεμβρίου.