Σε αμηχανία θα βρεθεί ο Μάριο Ντράγκι, αν κληθεί σήμερα από τους δημοσιογράφους, στη μηνιαία συνέντευξη Τύπου, στην Φραγκφούρτη, να σχολιάσει το ενδεχόμενο ένταξης της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση: ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει υψώσει τεράστια εμπόδια στην ανάληψη πρωτοβουλίας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και μόνο μια προσωπική παρέμβαση της καγκελαρίου Μέρκελ θα μπορούσε να «σώσει την παρτίδα».
Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, που βγαίνουν με «σταγονόμετρο» από τις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις για την ελάφρυνση του χρέους, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών φέρεται να έχει δώσει την οριστική του απάντηση στις πιέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου να δεχθεί πιο «χαλαρό» δημοσιονομικό στόχο για την Ελλάδα, που θα πρέπει να συνδυασθεί με πιο τολμηρά μέτρα αναδιάρθρωσης του χρέους από αυτά που μνημονεύονται στην απόφαση του Eurogroup της 24ης Μαΐου 2016.
Ο Β. Σόιμπλε φέρεται να έχει απαντήσει ότι δεν πρόκειται να προσφέρει κάτι περισσότερο σε αυτή τη διαπραγμάτευση από μια επανάληψη των μεσοπρόθεσμων μέτρων, που έχουν ήδη αναφερθεί στο ανακοινωθέν της περασμένης χρονιάς, ενδεχομένως με μια πιο «θετική» διατύπωση, όσον αφορά το εργαλείο του reprofiling του δανείου του EFSF -στο ανακοινωθέν γίνεται λόγος για πιθανή αλλαγή των όρων σχετικά με τη διάρκεια των δανείων και τις πληρωμές τόκων, «εάν χρειασθεί».
Δηλαδή, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών δεν δέχεται να μπει στη συζήτηση η χρήση πολύ πιο δραστικών εργαλείων αναδιάρθρωσης του χρέους, στα οποία έχει αναφερθεί αναλυτικά το ΔΝΤ κατά το παρελθόν, πιθανόν για να αποφύγει το πολιτικό κόστος που θα έχει μια συζήτηση στο γερμανικό Κοινοβούλιο, προκειμένου να δοθεί άδεια για αυτές τις παρεμβάσεις στο ελληνικό χρέος.
Μάλιστα, το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών επεξεργάζεται σενάρια παραμονής του Ταμείου, ακόμη και χωρίς να έχει συμφωνήσει για τη βιωσιμότητα του χρέους: τα 14 δισ. που χρωστά η Ελλάδα στο ΔΝΤ θα μπορούσαν να αποπληρωθούν από τον ESM, προκειμένου να μειωθεί το δανειακό βάρος για την Ελλάδα (τα δάνεια του ΔΝΤ είναι πολύ ακριβότερα από τα ευρωπαϊκά), αλλά και για να «μηδενίσει το κοντέρ» και να μετάσχει στο πρόγραμμα το Ταμείο με ένα πολύ μικρό νέο δάνειο, για το οποίο δεν θα είναι απαραίτητη μια θετική ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους.
Η στάση του κ. Σόιμπλε δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για μια λύση για το χρέος στις 22 Μαΐου, η οποία θα καλύπτει τις απαιτήσεις του Ταμείου και θα του επιτρέπει να συντάξει μια θετική ανάλυση βιωσιμότητας, ώστε ακολούθως και η ΕΚΤ, καταρτίζοντας τη δική της μελέτη βιωσιμότητας και αξιολόγησης ρίσκου, να «ανάψει πράσινο» για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Η μοναδική ελπίδα να αλλάξουν οι γερμανικές θέσεις μέσα στις επόμενες εβδομάδες εναποτίθεται στην καγκελάριο Μέρκελ, που έχει την ευχέρεια, όπως έπραξε το 2015, αλλά και το 2012, να υπερβεί τις εισηγήσεις του υπουργού Οικονομικών και να «δώσει γραμμή» υποχώρησης, ώστε να υπάρξει μια συμφωνία αποδεκτή από το Ταμείο.
Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, που παραμένουν ανεπιβεβαίωτες, η Γερμανίδα καγκελάριος έχει παράσχει διαβεβαιώσεις στον πρωθυπουργό ότι, εάν η Αθήνα καλύψει όλες τις απαιτήσεις της αξιολόγησης, περιλαμβανομένων των μέτρων που θα πρέπει να εφαρμοσθούν το 2019 και το 2020, θα κάνει τις αναγκαίες κινήσεις για να ενταχθεί η Ελλάδα στην ποσοτική χαλάρωση.
Εγκλωβισμένος ο Ντράγκι
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, δεν έχει μεγάλα πολιτικά περιθώρια για να εντάξει την Ελλάδα στο QE χωρίς να έχει διαμορφωθεί σχετική πολιτική συναίνεση. Αν και έχει τονίσει ότι οι αποφάσεις της ΕΚΤ θα ληφθούν με βάση τη δική της ανάλυση, θα θέσει σε κίνδυνο την αξιοπιστία της τράπεζας, εάν κινηθεί αντίθετα προς το ΔΝΤ, τη στιγμή μάλιστα που τα ελληνικά ομόλογα δεν προβλέπεται να βγουν γρήγορα από την κατηγορία “junk” των οίκων αξιολόγησης.
Επιπλέον, βρίσκεται υπό την πίεση όχι μόνο της Bundesbank, να δώσει τέλος στην ποσοτική χαλάρωση, αλλά και της αμερικανικής κυβέρνησης, που θέλει την ισχυροποίηση του ευρώ, για να περιορισθεί το υπερβολικό εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας. Σε αυτές τις συνθήκες, η διεύρυνση του QE με τη συμμετοχή της Ελλάδας θα έμοιαζε με «παραφωνία».
Ανησυχίες για την ανάπτυξη
Στην περίπτωση που τελικά δεν καταστεί εφικτό να ενταχθεί η Ελλάδα στο QE μέχρι τις γερμανικές εκλογές και την επόμενη διαπραγμάτευση για το χρέος, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τον κίνδυνο σοβαρής ανατροπής του οικονομικού προγραμματισμού. Τα σχέδια για έκδοση ομολόγων μέσα στο καλοκαίρι θα πρέπει να μπουν στο συρτάρι και η έξοδος από την επιτροπεία θα αρχίσει να απομακρύνεται, αφού θα είναι πλέον μικρά τα χρονικά περιθώρια για να αποκατασταθεί η χρηματοδότηση από τις αγορές.
Αυτό θα σηματοδοτήσει την έναρξη μιας νέας περιπέτειας για την οικονομία, αφού θα έχει αναβληθεί εκ νέου η πλήρης αποκατάσταση συνθηκών χρηματοπιστωτικής ομαλότητας και εμπιστοσύνης στις προοπτικές της οικονομίες, κάτι που θα επιδράσει άμεσα στο ρυθμό ανάπτυξης. Ήδη οι προβλέψεις για το 2017 γίνονται όλο και χειρότερες, καθώς η αρχική εκτίμηση για ρυθμό ανάπτυξης 2,7% «ψαλιδίσθηκε» στο 2,2% από το ΔΝΤ, στο 1,8% από το ΙΟΒΕ και σε μόλις 0,7% από τον επικεφαλής οικονομολόγο της Τράπεζας Πειραιώς, Ηλία Λεκκό.