«Ξεχασμένες» υποχρεώσεις της κυβέρνησης για τις αποκρατικοποιήσεις απείλησαν να προκαλέσουν νέα εμπλοκή στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές και υποχρέωσαν την κυβέρνηση και το ΤΑΙΠΕΔ να αρχίσουν εσπευσμένα την αναζήτηση συμβούλων για την αξιοποίηση πακέτων μετοχών σημαντικών εταιρειών, μεταξύ των οποίων και της ΔΕΗ, παρότι η κυβέρνηση επιδίωκε να περάσει το 17% των μετοχών από το ΤΑΙΠΕΔ στο νέο Υπερταμείο.
Είναι γνωστή από καιρό η δυσαρέσκεια των Θεσμών για τις μεγάλες καθυστερήσεις που παρατηρούνται στην εφαρμογή των συμπεφωνημένων σχετικά με τις αποκρατικοποιήσεις.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πρώτη αξιολόγηση είχε συμφωνηθεί ότι το ΤΑΙΠΕΔ θα αναζητούσε συμβούλους για την αξιοποίηση μετοχών των τριών σημαντικότερων ενεργειακών εταιρειών (ΔΕΗ, ΕΛΠΕ, ΔΕΠΑ), των δύο εταιρειών υδάτων (ΕΥΔΑΠ-ΕΥΑΘ), του ΟΤΕ και του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών. Η πρόσληψη των συμβούλων θα έπρεπε να έχει γίνει, σύμφωνα με το αναθεωρημένο μνημόνιο, ως τα τέλη του τρίτου τριμήνου 2016, αλλά μέχρι χθες η διαδικασία δεν είχε προχωρήσει.
Τελεσίγραφο
Σύμφωνα με πληροφορίες, από την πλευρά των Θεσμών δόθηκε τελεσίγραφο να προχωρήσει η κυβέρνηση την υλοποίηση αυτής της υποχρέωσης, αλλιώς θα διαπιστωνόταν ότι παραμένει ανεκπλήρωτη και δεν θα μπορούσε να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση.
Έτσι, αμέσως μετά την άκαρπη, όσον αφορά τον προσδιορισμό της ημερομηνίας επιστροφής των Θεσμών στην Αθήνα, συνεδρίαση του Euro Working Group, την Πέμπτη, το ΤΑΙΠΕΔ έσπευσε χθες να ανακοινώσει ότι αρχίζει την αναζήτηση των συμβούλων αξιοποίησης των μετοχών.
Μάλιστα, η ανακοίνωση αποδυναμώνει de facto την προσπάθεια της κυβέρνησης να μεταφερθεί το 17% των μετοχών της ΔΕΗ στο Υπερταμείο, ώστε να μην προχωρήσει η αποκρατικοποίηση. Το ΤΑΙΠΕΔ διατηρεί μέχρι νεοτέρας τις μετοχές και αναζητεί από χθες σύμβουλο για την αξιοποίησή τους.
Ο σύμβουλος θα κληθεί να απαντήσει στο ερώτημα αν είναι σκόπιμη η διάθεση του πακέτου μετοχών σε ιδιώτες αυτή την περίοδο, όπου η χρηματιστηριακή αξία της ΔΕΗ είναι εξαιρετικά χαμηλή. Τις τελικές αποφάσεις θα λάβει το διοικητικό συμβούλιο του ΤΑΙΠΕΔ, όπως είχε συμφωνηθεί κατά την πρώτη αξιολόγηση.
Ακόμη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στην έκθεση του άρθρου IV που δημοσίευσε πρόσφατα, επισήμαινε ότι, αν και θα πρέπει να προχωρήσουν γρηγορότερα οι ιδιωτικοποιήσεις, θα πρέπει να αποφευχθεί το «ξεπούλημα» (“fire sales”) περιουσιακών στοιχείων.
Πάντως, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι Θεσμοί συμμερίζονται αυτό τον προβληματισμό, στην παρούσα φάση. Αυτό που βλέπουν είναι ότι το τρίτο ελληνικό πρόγραμμα πλησιάζει στο τέλος του, το καλοκαίρι του επόμενου έτους, και έχει γίνει πολύ μικρή πρόοδος στο σκέλος των αποκρατικοποιήσεων.
Οι τιμές των ελληνικών περιουσιακών στοιχείων είναι και θα παραμείνουν χαμηλές, συνεπώς, κατά την αντίληψη των Θεσμών, αυτό που προέχει είναι να προχωρήσουν οι αποκρατικοποιήσεις, έστω και με χαμηλά τιμήματα, αφού δεν προβλέπεται στο άμεσο μέλλον να υπάρξουν θεαματικές αλλαγές στις αποτιμήσεις.
Το χαρτοφυλάκιο του Υπερταμείου
Η επιλογή συμβούλων για τις μετοχές σημαντικών αυτών εταιρειών είναι, όμως, μόνο ένα από τα θέματα του φακέλου των αποκρατικοποιήσεων που απασχολούν αυτή την περίοδο κυβέρνηση και δανειστές.
Η κυβέρνηση καλείται πολύ σύντομα να αποφασίσει -με τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών- ποιες εταιρείες θα μείνουν στο ΤΑΙΠΕΔ με την προοπτική της ιδιωτικοποίησης και ποιες εταιρείες και περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου θα περάσουν στο Υπερταμείο για να αξιοποιηθούν υπό τον έλεγχό του.
Σε πρόσφατη συνεδρίαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής, όπου εξετάσθηκε το θέμα, υπήρξαν διαφωνίες και δεν λήφθηκαν αποφάσεις, κυρίως επειδή, όπως προαναφέρθηκε, υπήρχαν σκέψεις για διατήρηση του 51% της ΔΕΗ από το Υπερταμείο, ώστε να παραμείνει υπό δημόσιο έλεγχο, παρότι έναντι των πιστωτών έχουν αναληφθεί δεσμεύσεις για πώληση του 17%.
Οι αποφάσεις για τα περιουσιακά στοιχεία που θα περάσουν στο Υπερταμείο δεν μπορούν να καθυστερήσουν, χωρίς να επηρεασθεί η πορεία των διαπραγματεύσεων για την αξιολόγηση. Οι δανειστές έχουν απαιτήσει και αποτελεί μνημονιακή υποχρέωση να συγκροτηθεί το Υπερταμείο και να αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία, προκειμένου να γίνει αντισυμβαλλόμενος στο δάνειο των 86 δισ. ευρώ, δηλαδή να έχει ευθύνη κάλυψης μελλοντικών δόσεων, σε περίπτωση αδυναμίας του Δημοσίου.
Πρόκειται για τη γνωστή εγγύηση δημοσίας περιουσίας, που είχε απαιτήσει ο Β. Σόιμπλε το καλοκαίρι του 2015, ζητώντας μάλιστα, τότε, να εγκατασταθεί το Υπερταμείο στο Λουξεμβούργο, ώστε να μην εφαρμόζεται το ελληνικό δίκαιο.