Σε δύο γύρους θα εκτυλιχθεί η διαπραγμάτευση-θρίλερ για το χρέος, καθώς ακόμη και για την τεχνική συμφωνία (staff level agreement) για τη δεύτερη αξιολόγηση υπάρχουν σοβαρές εκκρεμότητες, που απαιτούν πολιτική διευθέτηση στο Eurogroup της ερχόμενης Δευτέρας και θα χρειασθεί άλλη μία συνάντηση των υπουργών Οικονομικών, στην καλύτερη περίπτωση, για να εξευρεθεί συμβιβασμός για τους δημοσιονομικούς στόχους μετά το 2018 και τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Μετριάζοντας τις προσδοκίες για τη Eurogroup της Δευτέρας, κυβερνητικά στελέχη αναφέρουν τώρα ότι ένα θετικό αποτέλεσμα για την Αθήνα θα ήταν να ολοκληρωθεί η τεχνική συμφωνία και να ανακοινωθεί επίσημα το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης.
Το κείμενο της συμφωνίας είναι ήδη έτοιμο, αλλά το κρατά μπλοκαρισμένο η Αθήνα, διαφωνώντας με όσα αναφέρει κυρίως για τα εργασιακά, που θα πρέπει να συζητηθούν σε υψηλότερο επίπεδο, δεδομένου ότι πρέπει να ξεπερασθεί η ρητή αναφορά του τρίτου μνημονίου στην υποχρέωση της Ελλάδας να διατηρήσει σε ισχύ τις, αντεργατικές κατά την κυβέρνηση, πρόνοιες του δεύτερου μνημονίου.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο πρωθυπουργός ξεκαθάρισε στον επίτροπο Μοσκοβισί, ο οποίος έδειξε να συμφωνεί γενικά με αυτή την τοποθέτηση, ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να βρίσκεται εκτός ευρωπαϊκού κεκτημένου, σε ό,τι αφορά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τους μισθούς και τις εργασιακές σχέσεις.
Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να βρεθεί, εφόσον δώσουν την έγκρισή τους οι υπουργοί Οικονομικών, μια συμβιβαστική λύση για την επαναφορά των κλαδικών διαπραγματεύσεων, αλλά και για τον καθορισμό του βασικού μισθού κατόπιν διαπραγμάτευσης των κοινωνικών εταίρων.
Σε αυτά τα θέματα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει τις πιο «σκληρές» θέσεις, που η κυβέρνηση θεωρεί ότι κινούνται εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου βέλτιστων πρακτικών, και επιμένει ότι, τουλάχιστον τα επόμενα χρόνια, όσο η ανεργία παραμένει υψηλή, θα πρέπει να εφαρμοσθούν στην Ελλάδα άκρως «ευέλικτες» εργασιακές σχέσεις.
Εάν επιτευχθεί την Δευτέρα μια συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο, που θα επιτρέπει και στην κυβέρνηση να ισχυρισθεί ότι υπερασπίσθηκε αποτελεσματικά τη σημαντικότερη «κόκκινη γραμμή» σε αυτή τη διαπραγμάτευση, θα ανοίξει ο δρόμος για να αρχίσει τις αμέσως επόμενες εβδομάδες η τελική φάση των διαπραγματεύσεων για δημοσιονομικό στόχο μετά το 2018 και ελάφρυνση χρέους (τα δύο θέματα είναι αλληλένδετα), με ορίζοντα την Δευτέρα, 19 Δεκεμβρίου, που είναι η τελευταία διαθέσιμη ημερομηνία εντός Δεκεμβρίου για μια έκτακτη συνάντηση των υπουργών Οικονομικών πριν από τις διακοπές των Χριστουγέννων.
H "παγίδα"
Σε αυτή τη συζήτηση, υπάρχει μια μεγάλη «παγίδα», για την οποία μίλησε ανοικτά ο Ευκλείδης Τσακαλώτος χθες: να συμφωνήσουν «στην πλάτη της Ελλάδας» οι Ευρωπαίοι και το ΔΝΤ ότι μέχρι και το 2020 θα διατηρηθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, μεταφέροντας στην ελληνική πλευρά την πίεση για να προσδιορίσει από σήμερα τα πρόσθετα μέτρα που θα ληφθούν ώστε να επιτευχθεί αυτός ο στόχος κατά τη διετία 2019-2020.
Ο πρωθυπουργός χάραξε ήδη μια δεύτερη «κόκκινη γραμμή», μιλώντας με τον Πιερ Μοσκοβισί. Τόνισε ότι η ελληνική πλευρά δεν πρόκειται να συζητήσει πρόσθετα μέτρα για την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος.
Για να αποφευχθεί η συζήτηση για πρόσθετα μέτρα, κυβέρνηση και ΤτΕ έχουν καταθέσει ανοικτά δύο παρεμφερείς εναλλακτικές προτάσεις:
- Τσακαλώτος και Χουλιαράκης (σε πρόσφατη ομιλία στη Βουλή) έχουν τονίσει ότι μπορεί ο δημοσιονομικός στόχος να κατεβεί από το 2019 στο 2,5% του ΑΕΠ, χωρίς να χρειασθούν δραστικά μέτρα για το χρέος, που θα έφερναν σε δύσκολη θέση τους Ευρωπαίους δανειστές. Αρκεί, όπως έχει τονίσει ο κ. Χουλιαράκης, μια μετριοπαθής επιμήκυνση της περιόδου χάριτος των δανείων του δεύτερου μνημονίου για να γίνει δυνατή η μείωση του πλεονάσματος κατά 1% και να ανοίξει χώρος για μείωση φόρων και εισφορών, που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και θα επιταχύνουν την ανάκαμψη.
- Ο Γ. Στουρνάρας επανέλαβε σήμερα την πρόταση της ΤτΕ να μειωθεί στο 2% ο στόχος για το πλεόνασμα και να επιμηκυνθεί κατά 20 χρόνια το χρέος προς την Ευρώπη. «Μία μείωση του τελικού δημοσιονομικού στόχου, από το 2018 και μετά, σε πρωτογενές πλεόνασμα 2,0% του ΑΕΠ (από 3,5%), είναι συνεπής με τη βιωσιμότητα του χρέους», τόνισε ο διοικητής της ΤτΕ, «εφόσον συνδυαστεί με σχετικά ήπια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, όπως μία εικοσαετής επέκταση των λήξεων των δανείων και των τόκων που τώρα κεφαλαιοποιούνται. Η μείωση του τελικού δημοσιονομικού στόχου συνιστά μια ρεαλιστική επιλογή, καθώς τα χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα σε συνδυασμό με την υλοποίηση των συμφωνηθέντων ιδιωτικοποιήσεων και μεταρρυθμίσεων, θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για τη σταδιακή μείωση της φορολογίας και θα οδηγήσουν σε βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη».
Αυτές οι προτάσεις προσκρούουν, προς το παρόν τουλάχιστον, στη σκληρή γραμμή του Β. Σόιμπλε, ο οποίος κατέρχεται στη διαπραγμάτευση, υποστηρίζοντας ότι δεν πρέπει να συζητηθούν τώρα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και αλλαγές στους δημοσιονομικούς στόχους, αλλά αυτό να γίνει στο τέλος του προγράμματος και στην παρούσα φάση να εγκριθούν μόνο τα βραχυπρόθεσμα μέτρα.