Τράπεζες

Θησαυρίζουν από τόκους οι τράπεζες, αύξηση εσόδων 59%


Πέρα από κάθε προηγούμενο είναι η αύξηση των εσόδων που αντλούν οι τράπεζες από τους τόκους, εκμεταλλευόμενες την άνοδο των επιτοκίων της ΕΚΤ σε επίπεδο - ρεκόρ. Βασική προωθητική δύναμη σε αυτή την αύξηση εσόδων από τόκους είναι η εξαιρετικά αργή άνοδος των επιτοκίων για τις καταθέσεις των νοικοκυριών, με την Τράπεζα της Ελλάδος να σημειώνει ότι ειδικά στις καταθέσεις μιας ημέρας, που αποτελούν και τον κύριο όγκο των καταθέσεων, οι τράπεζες έχουν περάσει στους καταθέτες λιγότερο από 20% των αυξήσεων στα επιτόκια της ΕΚΤ. Στις καταθέσεις προθεσμίας, το μέσο επιτόκιο στην Ελλάδα είναι 1% χαμηλότερο από το αντίστοιχο της ευρωζώνης.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η ΤτΕ στην ενδιάμεση έκθεσή της, τα καθαρά έσοδα από τόκους του τραπεζικού συστήματος, δηλαδή τα έσοδα που λαμβάνουν από τόκους δανείων μείον τα ποσά που πληρώνουν στους καταθέτες, εκτινάχθηκαν στο 9μηνο του 2023 στα 6,335 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 2,347 δισ., σημειώνοντας αύξηση κατά 58,9%. Αυτός ήταν ο κύριος παράγοντας που οδήγησε σε αύξηση της κερδοφορίας (προ φόρων) των τραπεζών από τα 3,371 στα 3,912 δισ. ευρώ (αύξηση κατά 16%).

Η στρατηγική με τα επιτόκια

Η ΤτΕ περιγράφει τη στρατηγική που ακολουθούν οι τράπεζες για τη μεγιστοποίηση των εσόδων από τόκους, ως εξής:

  • Τα επιτόκια αυξήθηκαν το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2023 στις καταθέσεις προθεσμίας και παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα στις καταθέσεις διάρκειας μίας ημέρας. Το μέγεθος των αυξήσεων υπολειπόταν σημαντικά αυτού των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και των επιτοκίων της αγοράς χρήματος στη ζώνη του ευρώ.
  • Ειδικότερα, το μεσοσταθμικό επιτόκιο στις καταθέσεις προθεσμίας των νοικοκυριών και των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (ΜΧΕ) διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο το πρώτο δεκάμηνο του 2023 σε 1,5%, περίπου κατά 140 μονάδες βάσης (μ.β.), υψηλότερα έναντι της ίδιας περιόδου του 2022, ενώ στις καταθέσεις διάρκειας μίας ημέρας (λογαριασμοί τρεχούμενοι, όψεως και ταμιευτηρίου) αυξήθηκε οριακά κατά 3 μονάδες βάσης.
  • Καθώς οι αυξήσεις των τραπεζικών επιτοκίων καταθέσεων στην Ελλάδα υπήρξαν πιο περιορισμένες σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ, τα επιτόκια καταθέσεων προθεσμίας στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν από τα μέσα του 2022 σε επίπεδο χαμηλότερο από το μέσο επιτόκιο της ζώνης του ευρώ. Ενδεικτικά, στη σημαντικότερη, σε όρους όγκου, κατηγορία καταθέσεων προθεσμίας, δηλ. τις καταθέσεις με συμφωνημένη διάρκεια έως 1 έτος, το επιτόκιο που προσφέρεται στην Ελλάδα είναι περίπου κατά μία ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερο έναντι του αντίστοιχου ευρωπαϊκού μέσου όρου.
  • Τα επιτόκια τραπεζικής χρηματοδότησης προς ΜΧΕ αυξήθηκαν σημαντικά το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2023 σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022, καθώς ως επί το πλείστον πρόκειται για επιτόκια κυμαινόμενα, άμεσα συνδεδεμένα με κάποιο επιτόκιο αναφοράς (π.χ. Euribor 3 μηνών). Στην πλειονότητά τους οι αυξήσεις επιτοκίων κυμάνθηκαν μεταξύ 150 και 290 μ.β. Έτσι, το μεσοσταθμικό επιτόκιο επιχειρηματικών δανείων ανήλθε κατά μέσο όρο σε 5,8% το πρώτο δεκάμηνο του 2023, έναντι μέσης τιμής 3,2% το ίδιο δεκάμηνο του 2022.
  • Οι αυξήσεις των επιτοκίων τραπεζικών δανείων προς τα νοικοκυριά ήταν πιο περιορισμένες έναντι των αντίστοιχων προς τις επιχειρήσεις, κατ’ αρχάς διότι αφορούν σε μικρότερο ποσοστό κυμαινόμενα επιτόκια συνδεδεμένα με επιτόκια αναφοράς. Ειδικότερα, το μεσοσταθμικό επιτόκιο της περιόδου Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2023 στα δάνεια προς ιδιώτες αυξήθηκε κατά μία ποσοστιαία μονάδα έναντι του αντίστοιχου επιτοκίου ένα έτος νωρίτερα και διαμορφώθηκε σε 6,1%. Η προς τα άνω αναπροσαρμογή των επιτοκίων ήταν γενικευμένη σε όλες τις κατηγορίες στεγαστικής και καταναλωτικής πίστης.
  • Γενικά, η άνοδος των ονομαστικών επιτοκίων δανεισμού στην Ελλάδα το τρέχον έτος ήταν ηπιότερη σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και στους δύο τομείς (μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά). Ως εκ τούτου, η απόκλιση μεταξύ Ελλάδος και ζώνης του ευρώ ως προς το μεσοσταθμικό κόστος δανεισμού περιορίστηκε για τις ΜΧΕ σε 125 μ.β. κατά μέσο όρο το πρώτο δεκάμηνο του 2023 (Ιανουάριος-Οκτώβριος 2022: 151 μ.β.) και για τα νοικοκυριά για τη λήψη στεγαστικού δανείου σε μόλις 47 μ.β. (Ιανουάριος-Οκτώβριος 2022: 111 μ.β.).

Πώς εξηγεί η ΤτΕ τα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων

Δηλαδή, οι τράπεζες ακολούθησαν σχετικά ήπια πολιτική αύξησης των επιτοκίων στα δάνεια, περιορίζοντας τη διαφορά από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, αλλά έδωσαν ισχυρή ώθηση στα κέρδη τους, κρατώντας χαμηλά τα επιτόκια των καταθέσεων. Διαπιστώνοντας τη μεγάλη υστέρηση στην αύξηση επιτοκίων για τις καταθέσεις των νοικοκυριών, η ΤτΕ αφιερώνει ειδικό κεφάλαια στην έκθεσή της για να εξηγήσει το φαινόμενο.

Όπως αναφέρει, οι καταθέσεις των νοικοκυριών αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο τμήμα των καταθέσεων και γενικότερα των υποχρεώσεων των τραπεζών, συνεπώς τα επιτόκια των καταθέσεων επηρεάζουν σημαντικά το συνολικό κόστος άντλησης χρηματοδότησης των τραπεζών και κατ’ επέκταση την προσφορά δανείων, καθώς και την κερδοφορία τους.

Τα αποτελέσματα ειδικής ανάλυσης επιβεβαιώνουν τη σχετική αδράνεια των επιτοκίων καταθέσεων σε αυξήσεις των επιτοκίων πολιτικής, ενώ παράγοντες όπως η προσφορά καταθέσεων προς τις τράπεζες, ο ανταγωνισμός στο τραπεζικό σύστημα και, πιο πρόσφατα, το περιβάλλον των αρνητικών επιτοκίων που προηγήθηκε, φαίνεται ότι επηρεάζουν το βαθμό μετάδοσης των εν λόγω αυξήσεων στα επιτόκια των καταθέσεων.

Από τον Ιούλιο του 2022, οπότε ξεκίνησε ο πιο πρόσφατος κύκλος αυξήσεων των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, μέχρι τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους το μέσο επιτόκιο καταθέσεων των νοικοκυριών έχει αυξηθεί κατά 34 μονάδες βάσης (μ.β.), το επιτόκιο των καταθέσεων προθεσμίας έως 1 έτος προς τον τομέα αυτό κατά 164 μ.β. ενώ η μεταβολή του επιτοκίου καταθέσεων μίας ημέρας είναι μηδενική, τονίζει η ΤτΕ.

Οι αυξήσεις αυτές είναι περιορισμένες συγκριτικά με την αντίστοιχη μεταβολή του επιτοκίου πολιτικής κατά το ίδιο διάστημα. Το Σεπτέμβριο του 2023 η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου πολιτικής (στις πράξεις κύριας  αναχρηματοδότησης − MRO ή στην πάγια διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων − DFR) και του μέσου επιτοκίου καταθέσεων των νοικοκυριών διαμορφώθηκε σε ιστορικώς υψηλά επίπεδα, φθάνοντας τις 413 μ.β. (έναντι του MRO) ή 363 μ.β. (έναντι του DFR - Επιτοκίου Αποδοχής Καταθέσεων).

Η ΤτΕ επισημαίνει ουσιαστικά ότι όσοι καταθέτες επιλέγουν τις προθεσμιακές βγαίνουν χαμένοι, σε σχέση με εναλλακτικές τοποθετήσεις υψηλότερης απόδοσης. Όπως αναφέρει, η εν λόγω διαφορά είναι ενδεικτική του κόστους ευκαιρίας που αντιμετωπίζουν οι καταθέτες σε σχέση με άλλες αποταμιευτικές επιλογές χαμηλού κινδύνου, όπως τα έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου, μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων ή καταθέσεις στο εξωτερικό, οι αποδόσεις των οποίων μπορεί να προσαρμόζονται αμεσότερα σε μεταβολές του επιτοκίου πολιτικής.

Πλούσια ρευστότητα, ανεπαρκής ανταγωνισμός

Εξηγώντας γιατί οι τράπεζες δεν πιέζονται να αυξήσουν τα επιτόκια για να προσελκύσουν καταθέτες, η ΤτΕ σημειώνει ότι έχουν πλούσια ρευστότητα και μεγάλη διαθεσιμότητα καταθέσεων, κάτι που αποτυπώνεται και στον λόγο λόγο των δανείων προς τις καταθέσεις, που είναι σταθερά πολύ χαμηλός, καθώς οι καταθέσεις υπερβαίνουν κατά πολύ τα δάνεια.

Η υψηλή διαθεσιμότητα καταθέσεων που έχουν τα τελευταία έτη οι τράπεζες σε σχέση με  το δανεισμό προς την οικονομία, τους έχει δώσει μέχρι στιγμής την ευχέρεια στον τρέχοντα ανοδικό κύκλο να διατηρήσουν τα επιτόκια καταθέσεων μίας ημέρας αμετάβλητα σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα, τονίζει η ΤτΕ. Η αυξανόμενη χρήση των καταθέσεων μίας ημέρας ως μέσου πληρωμών την τελευταία οκταετία πιθανότατα συντελεί προς την ίδια κατεύθυνση.

Περαιτέρω, η ΤτΕ εξηγεί ότι δεν υπάρχει αρκετά έντονος ανταγωνισμός για να ωθήσει τις τράπεζες σε αύξηση επιτοκίων. Όπως αναφέρει, η υψηλή συγκέντρωση στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα αποτελεί ένα διαρθρωτικό παράγοντα που περιορίζει τη μετάδοση των μεταβολών των επιτοκίων της ΕΚΤ στα επιτόκια καταθέσεων των νοικοκυριών.

Αυτοί οι παράγοντες έχουν οδηγήσει σε πολύ χαμηλά ποσοστά ενσωμάτωσης των αυξήσεων στα επιτόκια της ΕΚΤ στα αντίστοιχα επιτόκια καταθέσεων των νοικοκυριών. Όπως υπολογίζει η ΕΚΤ, σωρευτικά, ο βαθμός ενσωμάτωσης των μεταβολών των επιτοκίων πολιτικής εκτιμάται υψηλότερος (66%) για τις καταθέσεις προθεσμίας των νοικοκυριών, ιδιαίτερα χαμηλός (18%) για τις καταθέσεις μίας ημέρας, ενώ ανέρχεται σε 34% για το μέσο επιτόκιο, επιβεβαιώνοντας τη σχετική αδράνεια των επιτοκίων καταθέσεων των νοικοκυριών σε μεταβολές της νομισματικής πολιτικής.

Ουσιαστικά, δηλαδή, από τις αυξήσεις που έχουν γίνει ως τώρα από την ΕΚΤ οι Έλληνες καταθέτες έχουν δει στους λογαριασμούς τους μόνο το ένα τρίτο (34%), ενώ οι υπόλοιπες πέρασαν στα κέρδη των τραπεζών...