Με αφορμή το ότι ο μήνας Ιανουάριος είναι παγκοσμίως αφιερωμένος στην ενημέρωση για τον καρκίνο τραχήλου της μήτρας και ιδιαίτερα στην πρόληψή του, ανακοινώθηκαν τα πρώτα ελληνικά αποτελέσματα της Ελληνικής Ακαδημαϊκής Ομάδας Μελετών Παθολογίας Τραχήλου (HeCPA Group) από την εφαρμογή του Aptima mRNA HPV Test, ενός πρωτοποριακού διαγνωστικού τεστ για τον προληπτικό έλεγχο αυτής της νόσου.
Τα αποτελέσματα παρουσιάστηκαν από τον Ευάγγελο Παρασκευαΐδη, Καθηγητή Μαιευτικής/Γυναικολογίας της Ιατρικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, τον Ευριπίδη Μπιλιράκη Μαιευτήρα/Γυναικολόγο, Διδάκτορα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και την Μαρία Χαλάτση, Διευθύντρια Marketing της AENORASIS, παρουσίασε τα χαρακτηριστικά του Τεστ καθώς και τα κλινικά δεδομένα από τη διεθνή εμπειρία.
Είναι γνωστό ότι το Παπ Τεστ, και ειδικότερα η εξέλιξη του, το ThinPrep, που εφαρμόζεται διεθνώς ήδη εδώ και δεκαετίες αποτελεί τη μέχρι σήμερα αποτελεσματικότερη ασπίδα σωτηρίας των γυναικών από τη μάστιγα του καρκίνου τραχήλου μήτρας.
Τα τελευταία χρόνια ο νομπελίστας H. zur Hausen τεκμηρίωσε τη συσχέτιση του ιού HPV (ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων) και συγκεκριμένα των τύπων υψηλού κινδύνου με τη γένεση του καρκίνου τραχήλου μήτρας. Ωστόσο, είναι γνωστό, ότι από το σύνολο των γυναικών με υψηλού κινδύνου HPV στον τράχηλο τελικά μόνον ένα πολύ μικρό ποσοστό (0,1%) θα αναπτύξει καρκίνο τραχήλου της μήτρας, εάν δεν θεραπευθεί η αλλοίωση σε προκαρκινικό στάδιο. Αυτό συμβαίνει γιατί οι περισσότερες λοιμώξεις από HPV (>95%) είναι παροδικές και υποστρέφουν. Οι σοβαρού βαθμού αλλοιώσεις και ο καρκίνος είναι το αποτέλεσμα εμμένουσας HPV λοίμωξης, όπου το γονιδίωμα του ιού ενσωματώνεται στο κύτταρο του ξενιστή. Άρα, αυτό που έχει σημασία είναι η δυνατότητα ανίχνευσης της ενεργούς/εμμένουσας HPV λοίμωξης, δηλαδή της προϋπόθεσης εκείνης που είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη καρκίνου τραχήλου μήτρας και όχι απλά της παρουσίας του ιού.
Οι διάφορες εξετάσεις έως τώρα, που στοχεύουν στο DNA του ιού (HPV DNA test), ανίχνευαν μόνον την παρουσία του ιού και δεν μπορούσαν να διακρίνουν μεταξύ λανθάνουσας και ενεργούς λοίμωξης, καθώς το DNA του ιού μπορεί να υπάρχει ανεξάρτητα από την κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός (επισωματική ή ενσωματωμένη). Επιπλέον, σε περίπτωση απώλειας τμήματος του DNA του ιού (L1 περιοχή) εξαιτίας της ενσωμάτωσης του ιϊκού γονιδιώματος σε αυτό του ξενιστή, τα HPV DNA tests καθορίζουν λανθασμένα το δείγμα ως αρνητικό, παρά το γεγονός ότι μπορεί να υπάρχει επιθετική δραστηριότητα (σοβαρού βαθμού αλλοίωση ή και καρκίνος!).
Σήμερα, ένα νέο πρωτοποριακό τεστ, το Aptima mRNA HPV Test, μπορεί και εντοπίζει την ύπαρξη αντιγράφων mRNA των ογκοπρωτεινών Ε6/Ε7. Η υπερέκφραση mRNA E6/E7 HPV τύπων υψηλού κινδύνου αποτελεί ένδειξη ενεργού λοίμωξης και ογκογονικής δραστηριότητας, άρα και πιθανώς σημάδι έναρξης της καρκινογένεσης.
Τα συμπεράσματα όλων των κλινικών μελετών την τελευταία δεκαετία έδειξαν ότι η εξέταση APTIMA ήταν η μοναδική που παρουσίασε ταυτόχρονα υψηλή ευαισθησία και υψηλή ειδικότητα στην ανίχνευση σοβαρών βλαβών και καρκίνου, γεγονός που την αναδεικνύει ως την ιδανική λύση προληπτικού ελέγχου. Η χρήση του APTIMA οδήγησε σε μείωση κατά ένα τέταρτο τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα χάριν της υψηλής ειδικότητας του τεστ.
Τα αποτελέσματα της Ελληνικής Ακαδημαϊκής Ομάδας Μελετών στην Παθολογία Τραχήλου από την εφαρμογή του Aptima τον τελευταίο χρόνο, τα οποία και παρουσιάστηκαν από τον Ε. Παρασκευαΐδη και Ε. Μπιλιράκη, συμφωνούν απόλυτα με αυτά της διεθνούς βιβλιογραφίας. Συγκεκριμένα, το τεστ Aptima φιλτράρει τον πληθυσμό των γυναικών και εντοπίζει αυτές που πραγματικά βρίσκονται σε κίνδυνο για ανάπτυξη καρκίνου τραχήλου μήτρας. Παράλληλα, μειώνει τη ψυχολογική επιβάρυνση των γυναικών, στις οποίες ανακοινώνεται ένα ψευδώς θετικό αποτέλεσμα, δηλ., ένα παθολογικό μεν εύρημα (είτε στο Παπ Τεστ, είτε στον έλεγχο με HPV DNA Test), αλλά στην κολποσκόπηση ή και τη βιοψία δεν ανιχνεύεται σοβαρού βαθμού βλάβη.
Η χρήση του Aptima, σύμφωνα με τον Παρασκευαΐδη εκτός της σημαντικά μεγαλύτερης ειδικότητας στην ανίχνευση των προκαρκινικών βλαβών, θα βοηθήσει τα μέγιστα και στην εξατομίκευση των αποφάσεων για θεραπεία, έτσι ώστε να αποφεύγονται άσκοπες επεμβάσεις που σχετίζονται με μαιευτικές επιπλοκές (προωρότητα, κλπ.) σε μελλοντικές κυήσεις. Επιπλέον, ενδείκνυται ως τεστ προληπτικού ελέγχου, συμπληρωματικά σε ένα παθολογικό Παπ Τεστ για την υποστήριξη της διάγνωσης και ταυτόχρονα με το Παπ Τεστ (co-testing).