Σταθεροποιητική είναι τάση της συγκέντρωσης του SARS-CoV-2 στα αστικά απόβλητα της Θεσσαλονίκης, στις πιο πρόσφατες ημερήσιες μετρήσεις για την έρευνα που διεξάγει η Ομάδα Επιδημιολογίας Λυμάτων του ΑΠΘ με την ΕΥΑΘ, σε συνεργασία με την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και στο πλαίσιο του Εθνικού Δικτύου του ΕΟΔΥ. Την περίοδο αυτή η πόλη περνάει σε πράσινο επιδημιολογικό επίπεδο, που αντιστοιχεί σε αριθμό κρουσμάτων μικρότερο των 100 ημερησίως.
Η συγκέντρωση του ιικού φορτίου στα λύματα βρίσκεται στα επίπεδα των πρώτων ημερών του Φεβρουαρίου, όταν ξεκινούσε το τελευταίο κύμα της πανδημίας, που διήρκησε τέσσερις μήνες. Στα διαγράμματα που παρουσιάζει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, οι ημέρες των δειγματοληψιών που καταγράφονται με κόκκινο χρώμα αντιστοιχούν σε περισσότερα από 500 κρούσματα -όπως ανακοινώθηκαν τις αντίστοιχες ημέρες από τον ΕΟΔΥ- οι ημέρες που καταγράφονται με πορτοκαλί σε 100-400 κρούσματα και οι ημέρες που καταγράφονται με πράσινο σε λιγότερα από 100 κρούσματα.
Συγκεκριμένα, στα δείγματα που λαμβάνονται καθημερινά στην είσοδο της Εγκατάστασης Επεξεργασίας Λυμάτων Θεσσαλονίκης, αναφορικά με τις εξορθολογισμένες τιμές σχετικής έκκρισης ιικού φορτίου, η μέση τιμή των δύο πιο πρόσφατων μετρήσεων, δηλαδή της Τετάρτης, 09/06 και της Πέμπτης, 10/06 είναι:
- Ελαφρά αυξημένη (27%) σε σχέση με τη μέση τιμή των δύο αμέσως προηγούμενων μετρήσεων της Δευτέρας, 07/06 και της Τρίτης, 08/06.
- Σταθερή (-1%) σε σχέση με την μέση τιμή της προηγούμενης Τετάρτης, 02/06 και Πέμπτης, 03/06.
«Οι τιμές του σχετικού ρυθμού έκκρισης ιικού φορτίου στα λύματα της Θεσσαλονίκης τις τελευταίες ημέρες, μετά και τον εξορθολογισμό τους με βάση ποιοτικά χαρακτηριστικά των λυμάτων, παρουσιάζουν τάση σταθεροποίησης με διακυμάνσεις που βρίσκονται μέσα στα όρια της πειραματικής αβεβαιότητας. Το σημαντικότερο στοιχείο όμως είναι ότι έχουμε περάσει πλέον σε επιδημιολογικά "πράσινη" περίοδο, που σημαίνει ότι καταγράφονται στη πόλη λιγότερα από 100 κρούσματα ημερησίως», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρύτανης του ΑΠΘ και επιστημονικά υπεύθυνος του ερευνητικού έργου, καθηγητής Νίκος Παπαϊωάννου.
Ερωτηθείς γιατί σε απόλυτες τιμές η συγκέντρωση του ιικού φορτίου αποτυπώνεται υψηλότερη σε σχέση με προηγούμενες «πράσινες» περιόδους, ο πρύτανης του ΑΠΘ απάντησε: «Κατά την προηγούμενη πράσινη περίοδο στο τέλος πανδημικού κύματος, δηλαδή τον Ιανουάριο 2021, οι τιμές ιικού φορτίου στα λύματα ήταν κάτω από το μισό των σημερινών τιμών. Αυτό καταρχήν σημαίνει ότι παρά τον περιορισμένο αριθμό κρουσμάτων, οι τωρινές τιμές ιικού φορτίου στην κοινότητα είναι ακόμη υπολογίσιμες και δεν πρέπει να υποτιμηθούν. Η διαφορά της σημερινής κατάστασης αναφορικά με την διασπορά του ιικού φορτίου στην κοινότητα με εκείνη του Ιανουαρίου 2021 μπορεί να αποδοθεί στην πρόοδο των εμβολιασμών, στο αυξημένο επίπεδο φυσικής ανοσίας, αφού αρκετοί συμπολίτες μας έχουν ήδη νοσήσει, αλλά και στη διασπορά του ιού σε νέους, που είτε δεν εμφανίζουν συμπτώματα, είτε τα συμπτώματα τους είναι ήπια και για τον λόγο αυτό δεν υποβάλλονται σε διαγνωστικό έλεγχο».
Αναφορικά με την ακρίβεια της μεθοδολογίας στα χαμηλά επίπεδα ιικού φορτίου, ο καθηγητής Χημείας του ΑΠΘ, Θοδωρής Καραπάντσιος σχολίασε: «Καθώς ελαττώνεται το ιικό φορτίο στα λύματα γίνεται πειραματικά πιο αβέβαιος ο ποσοτικός προσδιορισμός του και αυτό απασχολεί σοβαρά την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα που ασχολείται με την επιδημιολογική παρακολούθηση των λυμάτων. Για τον λόγο αυτό αναζητούνται διεθνώς βελτιωμένες μεθοδολογίες που να αυξάνουν την ευαισθησία των μετρήσεων και να μειώνουν την επίδραση βιοχημικών αναστολέων που αλλοιώνουν τις μετρήσεις. Παράλληλα με τις πειραματικές προσπάθειες, η ομάδα του ΑΠΘ έχει ξεκινήσει την αναβάθμιση του φυσικοχημικού μοντέλου εξορθολογισμού των μετρήσεων, που έχει αναπτύξει και εφαρμόζει με επιτυχία στη Θεσσαλονίκη, με σκοπό να περιοριστεί η επίδραση από την αβεβαιότητα στις πρωτογενείς μετρήσεις όταν οι τιμές ιικού φορτίου είναι χαμηλές».
Η μεθοδολογία αποτίμησης του κορονοϊού στα αστικά απόβλητα, που ανέπτυξε η ομάδα του ΑΠΘ, εξορθολογίζει τις μετρήσεις συγκέντρωσης του γονιδιώματος του ιού με βάση 24 περιβαλλοντικούς παράγοντες, που δύνανται να αλλοιώσουν τα αποτελέσματα των μετρήσεων.