Αντιμέτωπη με ένα άκρως σημαντικό ζήτημα, τόσο σε επίπεδο συμβολισμού όσο αναμφίβολα και ουσίας, θα βρεθεί η κυβέρνηση το επόμενο διάστημα, ενόψει της διαπραγμάτευσης για τη δεύτερη αξιολόγηση. Οι Θεσμοί και κυρίως το ΔΝΤ απαιτούν την κατάργηση των προνομίων των συνδικαλιστών και κυρίως των εργατοπατέρων που βρίσκονταν στο απυρόβλητο επί δεκαετίες. Η κυβέρνηση φοβάται τις έντονες αντιδράσεις που θα προκληθούν κυρίως στον χώρο των εργαζομένων, από μία ενδεχόμενη εφαρμογή των απαιτήσεων των δανειστών και γι’ αυτό θα ρίξει στο τραπέζι των συζητήσεων μια πιο «μετριοπαθή» πρόταση, που θα περιλαμβάνει βελτιωτικές τροποποιήσεις στον ήδη ισχύοντα συνδικαλιστικό νόμο 1264/1982.
Για την ακρίβεια οι Θεσμοί απαιτούν το «ξήλωμα» του εν λόγω συνδικαλιστικού νόμου, εκτιμώντας ότι πρέπει να μπει οριστικό τέλος στα προνόμια που απολαμβάνουν οι συνδικαλιστές, όπως επίσης ζητούν αλλαγή του καθεστώτος λήψης αποφάσεων που σχετίζονται με τις απεργιακές κινητοποιήσεις. Οπου προνόμια, καταγράφονται οι συνδικαλιστικές άδειες, οι προαγωγές και η ασυλία σε πάσης φύσεως διώξεις και ελέγχους. Οι Θεσμοί θεωρούν ότι το συνδικαλιστικό καθεστώς στην Ελλάδα, δεν διέπεται από την κοινοτική νοοτροπία και φιλοσοφία και γι’ αυτό πρέπει να αλλάξει άρδην. Εκτός από την κατάργηση των προνομίων, οι δανειστές έχουν καταθέσει μεταξύ άλλων και πρόταση που αναφέρει ότι οι εργοδότες έχουν τη δυνατότητα απόλυσης συνδικαλιστών, όταν συντρέχει σπουδαίος λόγος…
Σε ότι αφορά στις απεργίες οι Θεσμοί έχουν ήδη προτείνει στο υπουργείο Εργασίας, αλλαγή του τρόπου λήψης αποφάσεων για την πραγματοποίηση απεργιών και αύξηση του χρόνου προειδοποίησης για απεργία στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Στη κυβέρνηση εκτιμούν ότι το ζήτημα του συνδικαλιστικού νόμου, είναι μείζονος σημασίας και αν δεν τεθούν εγκαίρως περιορισμοί στις αιτιάσεις των δανειστών, τότε αυτό θα έχει ως συνέπεια την πρόκληση σημαντικών αντιδράσεων και εντός του ΣΥΡΙΖΑ και στελεχών του κόμματος που κατέχουν υψηλές συνδικαλιστικές θέσεις. Η κυβέρνηση ετοιμάζει την άμυνά της, με την κατάθεση βελτιωτικών προτάσεων επί του νόμου 1264/1982. Σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί την πλήρη «αποκαθήλωσή» του συγκεκριμένου νόμου, καθώς κάτι τέτοιο θα σημάνει το άνοιγμα ενός νέου «μετώπου» στο εργασιακό χώρο, αλλά και απέναντι στο συνδικαλιστικό κίνημα, το οποίο έχει άρρηκτους δεσμούς με την κοινωνία και φυσικά τους εργαζόμενους.
Την γραμμή της κυβέρνησης, σε ότι αφορά στον συνδικαλιστικό νόμο, ακολουθούν εργοδοτικές και εργατικές οργανώσεις. Στη πρόσφατη συμφωνία τους, επισημαίνουν ότι ο συνδικαλιστικός νόμος χρίζει βελτιωτικών αλλαγών, που δεν θα επηρεάσουν όμως το δικαίωμα στην απεργία και τη συνδικαλιστική δράση.