«Απαιτείται ένα γενναίο άνοιγμα σε όλο τον προοδευτικό κόσμο», για να γίνει «ο προοδευτικός αριστερός πόλος πλειοψηφική δύναμη στην ελληνική κοινωνία απέναντι στη ΝΔ και να κερδίσουμε τις επόμενες εκλογές», δηλώνει ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ και διευθυντής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Θανάσης Θεοχαρόπουλος, σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Σημειώνει πως τάσσεται υπέρ του ανοίγματος στην κοινωνία «χωρίς ναι μεν αλλά» και πως απαιτείται αποφασιστικότητα και γενναίες αποφάσεις σε όλα τα επίπεδα μακριά από παραλυτικές ισορροπίες. Υποστηρίζει ότι η ψηφιακή πλατφόρμα iSYRIZA θα μπορούσε να αποτελέσει «και ένα εργαλείο επικοινωνίας των μελών και συνδιαμόρφωσης της πολιτικής του κόμματος, με εφαρμογές διαβούλευσης και ηλεκτρονικών δημοψηφισμάτων».
Ο κ. Θεοχαρόπουλος κατηγορεί την κυβέρνηση πως η νομοθέτησή της «περιέχει όλα τα στοιχεία που μας οδήγησαν στην κρίση και στη χρεοκοπία» και πως, τελικά, «όλες αυτές οι κινήσεις όχι μόνο δεν συμβάλλουν αλλά υπονομεύουν κάθε στόχο για βιώσιμη ανάπτυξη και μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων». Σχολιάζοντας την υπόθεση «Τζόκερ» κάνει λόγο για «κρούσμα ακραίου νεοσυντηρητισμού».
Ερωτηθείς σχετικά με τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ για την ψήφο των αποδήμων, αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «εφόσον η κυβέρνηση της ΝΔ υπαναχωρεί από την αρχική της θέση, αναμένουμε αυτή η αλλαγή στάσης να αποτυπωθεί και στο νομοσχέδιο με ταυτόχρονη συνταγματική αλλαγή». Προσθέτει πως «ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει σταθερά σε αυτό το θέμα τη συναίνεση στη βάση αρχών, ώστε να εξασφαλιστεί η διευκόλυνση της ψήφου των αποδήμων, χωρίς όμως αλλοίωση του εκλογικού σώματος που επιχείρησε η ΝΔ με τις αρχικές της προτάσεις».
Ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ, μέσω της συνέντευξής του στο «Πρακτορείο», κατηγορεί την κυβέρνηση πως «οι χειρισμοί της δείχνουν ότι, αντί να είναι πρωταγωνιστής στα Βαλκάνια, έχει επιλέξει το ρόλο κομπάρσου που παρακολουθεί άβουλα τις διεθνείς εξελίξεις» και σχολιάζει ότι «εκείνοι που προεκλογικά χαρακτήριζαν ‘προδοτική' και ‘επιζήμια' τη συμφωνία, τώρα τρέμουν στο ενδεχόμενο επιστροφής του VMRO στην κυβέρνηση και ακύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών».