«Στις 7 Οκτωβρίου ξυπνήσαμε με τον εκκωφαντικό θόρυβο των πυραύλων» λέει στην DW η Ουάρντα Γιουνίς από το βόρειο τμήμα της Λωρίδας της Γάζας. «Και από εκείνη την ημέρα ξεκίνησε αυτός ο έντονος φόβος που δεν μας έχει εγκαταλείψει έκτοτε».
Από τις επιθέσεις της Χαμάς στα νότια του Ισραήλ όλα έχουν αλλάξει για τους κατοίκους της Γάζας. «Την τρίτη ημέρα του πολέμου έχασα την καλύτερή μου φίλη. Το σπίτι της βομβαρδίστηκε και θυμάμαι το σοκ που ένιωσα. Όλο αυτό με συνέτριψε ψυχολογικά», θυμάται η Γιουνίς.
Οι άνθρωποι στη Λωρίδα της Γάζας έχουν βιώσει πολλές συγκρούσεις. Λίγοι όμως περίμεναν πως ο συγκεκριμένος πόλεμος θα κρατούσε τόσο πολύ και πως θα είχε τόσο καταστροφικές επιπτώσεις.
«Τρώγαμε φύλλα και χορτάρια»
Κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου, όταν ξεκίνησε και η πολιορκία της περιοχής ως απάντηση από το Ισραήλ για τις επιθέσεις της Χαμάς, οι προμήθειες εξαντλήθηκαν γρήγορα, με την ανθρωπιστική κατάσταση να επιδεινώνεται ραγδαία και τις οργανώσεις να προειδοποιούν επί μήνες για τον κίνδυνο λιμού – μία προειδοποίηση την οποία αγνόησαν οι ισραηλινές αρχές.
Η Γιουνίς λέει πως εκείνο το διάστημα δεν μπορούσε να βρει ούτε αλεύρι ούτε ψωμί. «Είχαμε φτάσει στο σημείο να τρώμε φύλλα και χορτάρια – κάτι που δεν είχαμε φανταστεί ποτέ πως μπορεί να συμβεί». Όταν έφτασαν οι πρώτες χερσαίες παραδόσεις ανθρωπιστικής βοήθειας, η Γιουνίς βίωσε, ανθρώπους να δίνουν κυριολεκτικά μάχες και να σκοτώνονται για να προλάβουν να πάρουν τρόφιμα και πρώτες βοήθειες. Καθώς το Ισραήλ δεν επέτρεπε την παράδοση μεγαλύτερης βοήθειας από εδάφους, ορισμένες χώρες άρχισαν να στέλνουν βοήθεια από αέρος.
«Πήγαινα σχεδόν κάθε μέρα εκεί όπου έριχναν τις προμήθειες», θυμάται η Γιουνίς. «Έτρεχα από εδώ κι από εκεί για να προλάβω να πάρω κάτι, αλλά τελικά δεν έπαιρνα τίποτα, επειδή όλα ελέγχονταν από συμμορίες». Από τότε οι προμήθειες τροφίμων έχουν αυξηθεί – ο φόβος όμως είναι ακόμη πανταχού παρών.
Οι περισσότεροι είναι «βαθιά τραυματισμένοι»
Μέσα στον τελευταίο χρόνο η Γιουνίς και τα τρία της παιδιά χρειάστηκε να ψάξουν για νέα στέγη τουλάχιστον εννιά φορές. Και όταν, πριν την έναρξη της χερσαίας επιχείρησης, ο ισραηλινός στρατός προέτρεψε τους κατοίκους του βορείου τμήματος της Λωρίδας της Γάζας να μετακινηθούν στα νότια, η Γιουνίς αποφάσισε να μην ακολουθήσει την οδηγία. Πλέον η βόρεια Γάζα έχει αποκοπεί σχεδόν εντελώς από το νότιο τμήμα μέσω του διαδρόμου Νετζαρίμ. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ τουλάχιστον 1,9 έως 2,2 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί και ζουν με ελάχιστο ζωτικό χώρο στο νότιο τμήμα της Λωρίδας της Γάζας.
Ο Αμιάντ Σαουά, επικεφαλής της PNGO, μίας ένωσης στην οποία ανήκουν διάφορες παλαιστινιακές ΜΚΟ, ήταν ανάμεσα σε αυτούς που δίστασαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. «Η οικογένειά μου επέμενε να μείνουμε», λέει ο Σαουά στην DW. «Τους είπα πως είναι μονάχα για λίγες ώρες και πως μετά θα επιστρέψουμε. Γι' αυτό και δεν πήρα τίποτα από το σπίτι. Αυτές οι λίγες ώρες έγιναν λίγες μέρες και τελικά ένας χρόνος».
«Το βλέπω στα πρόσωπά τους», λέει ο Σαουά. «Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι βαθιά τραυματισμένοι. Έχουν χάσει τα πάντα. Πολλοί έχουν χάσει αγαπημένα τους πρόσωπα. Και οι περισσότεροι έχουν χάσει το εισόδημα και τα σπίτια τους».
Επικίνδυνη η παροχή βοήθειας
Η δουλειά όσων συμμετέχουν στην ανθρωπιστική βοήθεια είναι δύσκολη και επικίνδυνη, όπως τονίζει ο Σαουά. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των διεθνών οργανώσεων περισσότερο από το 60% των σπιτιών στη Λωρίδα της Γάζας έχει καταστραφεί, όπως και πολλά σχολεία, νοσοκομεία και μαγαζιά. Βάσει των στοιχείων του ΟΗΕ οι ισραηλινές εναέριες και χερσαίες επιχειρήσεις έχουν προκαλέσει πάνω από 40 εκατομμύρια τόνους ερειπίων.
Ο Σαουά είναι πεπεισμένος πως η Γάζα μπορεί να ανοικοδομηθεί. Το σημαντικότερο όμως είναι το παρόν και το «να επιβιώσουμε». Πολλοί άνθρωποι έχουν πλέον χάσει την πίστη τους στη βοήθεια της διεθνούς κοινότητας: «Όσα βιώνουμε εδώ οφείλονται και στην αποτυχία της διεθνούς κοινότητας να βάλει ένα τέλος σε αυτόν τον πόλεμο ή τουλάχιστον να προστατέψει τον άμαχο πληθυσμό».
Πολλές οικογένειες σε απελπισία
Η Ρίτα Άμπου Σίντο θυμάται μόνο στιγμές από τους πρώτους μήνες του πολέμου. Η 27χρονη είναι σήμερα στην Αίγυπτο μαζί με την αδερφή της, Φαράχ. Οι δύο αδερφές είναι οι μόνες που επέζησαν από την οικογένεια.
«Η επίθεση έγινε γύρω στα μεσάνυχτα της 31ης Οκτωβρίου. Ήμουν ξύπνια και είπα στη Φαράχ ότι μπορεί να πεθάνουμε. Η αδερφή μου τα θυμάται όλα. Εγώ τα βλέπω απλώς σε εφιάλτες», λέει η Ρίτα στην DW. Εκείνο το βράδυ σκοτώθηκαν η μητέρα, οι δύο μικρότερες αδερφές 15 και 16 ετών και ο 13χρονος αδερφός της Ρίτα. Η Φαράχ και η Ρίτα υπέστησαν σοβαρά τραύματα και μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο αλ-Σίφα και από εκεί λίγο αργότερο στο European Hospital του Χαν Γιουνίς. «Ήμουν σε άθλια ψυχολογική κατάσταση, αφού μόλις είχα χάσει την οικογένειά μου. Χρειαζόμουν χρόνο να αντιληφθώ πού βρίσκομαι και την κατάστασή μου. Ήμουν νευρική και επιθετική», λέει η Ρίτα Άμπου Σίντο.
Με τη βοήθεια οικογενειακών φίλων οι δύο αδερφές κατάφεραν να φύγουν από τη Λωρίδα της Γάζας τον Φεβρουάριο και μέσω του συνοριακού περάσματος στη Ράφα να φτάσουν στην Αίγυπτο, προκειμένου να λάβουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Εκεί η Ρίτα μπόρεσε να ξαναβρεί τη φωνή της, την οποία είχε χάσει για ένα διάστημα μετά την επίθεση. Η αδερφή της ξεκίνησε φυσιοθεραπείες αποκατάστασης, για τα τραύματα που είχε υποστεί. Το τραύμα όμως από την απώλεια της οικογένειάς τους είναι κάτι που θα τις συνοδεύει για όλη της τη ζωή.