Την παράταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης για έξι μήνες αναμένεται να ανακοινώσει σήμερα ο Μάριο Ντράγκι, χωρίς όμως να υπάρχουν προσδοκίες ότι θα προχωρήσει σε κάποια θετική αναφορά για την Ελλάδα, η οποία θα προοιωνίζεται την άμεση ένταξη των ομολόγων στο QE.
Η αλλαγή προσδοκιών για τα ελληνικά ομόλογα αποτυπώνεται ήδη στις αποδόσεις των 10ετών τίτλων, που συμπιέσθηκαν απότομα μέχρι τη συνεδρίαση του Eurogroup, αλλά βρίσκονται πλέον σε ανοδική τροχιά. Σήμερα, η διαπραγμάτευση άρχισε με την απόδοση στο 6,592% και μέσα στις πρώτες ώρες «σκαρφάλωσε» στο 6,684%.
Το θέμα της Ελλάδας είναι χαμηλά στη σειρά ενδιαφέροντος της σημερινής συνέντευξης που θα παραχωρήσει ο Μ. Ντράγκι μετά τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, καθώς οι ερωτήσεις αναμένεται να στραφούν στην ποσοτική χαλάρωση, με προσπάθειες να εκμαιευθεί κάποια απάντηση που θα δίνει κατεύθυνση στην αγορά για τα επόμενα βήματα της ΕΚΤ μετά τη νέα παράταση του προγράμματος.
Δηλαδή, να ανιχνευθεί αν είναι πιθανό να αρχίσει από το φθινόπωρο του 2017 η σταδιακή μείωση των αγορών ομολόγων από την κεντρική τράπεζα, που σήμερα αγοράζει τίτλους με ρυθμό 80 δισ. ευρώ την ημέρα, κάτι που αναμένεται να συνεχισθεί και για έξι μήνες ακόμη μετά τον Μάρτιο του 2017.
Δεύτερο θέμα υψηλού ενδιαφέροντος αναμένεται ότι θα είναι η Ιταλία και οι επτά προβληματικές τράπεζες της χώρας, υπό το φως της πολιτικής αστάθειας που δημιουργούν το «όχι» στο δημοψήφισμα και η κατάρρευση της κυβέρνησης Ρέντσι. Ο κ. Ντράγκι πιθανόν να κληθεί να σχολιάσει πληροφορίες περί ένταξης της Ιταλίας σε μνημόνιο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ώστε να λάβει δάνειο για τη στήριξη των τραπεζών, αλλά και οι φήμες για παράταση από την ΕΚΤ του χρονικού ορίου για την ανακεφαλαιοποίηση της Monte dei Paschi di Siena.
Εάν ερωτηθεί σχετικά με την Ελλάδα και την ένταξη των ομολόγων στο QE, ο κ. Ντράγκι αναμένεται να κρατήσει στάση «Σφίγγας». Θα υπενθυμίσει ότι η ΕΚΤ θα συζητήσει το θέμα μόνο όταν ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση και θα επαναλάβει ότι σημαντικό κριτήριο είναι η βιωσιμότητα του χρέους, για το οποίο η κεντρική τράπεζα θα συντάξει δική της μελέτη, ανεξάρτητα από το ΔΝΤ.
Πάντως, στην Φρανκφούρτη επικρατεί έντονος προβληματισμός για την Ελλάδα, καθώς δεν επαληθεύθηκαν οι προσδοκίες για λήξη της αξιολόγησης στις 5 Δεκεμβρίου, ενώ η επιμονή της Γερμανίας να μετατεθεί στο τέλος του προγράμματος η συζήτηση για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους δεν αφήνει πολλά περιθώρια να κριθεί το ελληνικό χρέος ως βιώσιμο.
Μετά την ανατροπή της 5ης Δεκεμβρίου, εξάλλου, υπάρχουν και σοβαρά πρακτικά προβλήματα στη συζήτηση του ελληνικού θέματος στο συμβούλιο της ΕΚΤ. Αν είχε εξελιχθεί θετικά η συνεδρίαση του Eurogroup, η συμμετοχή της Ελλάδας στο QE θα έμπαινε στο πρόγραμμα της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου στις 19 Ιανουαρίου.
Αυτή η ημερομηνία μάλλον χάνεται, όχι μόνο γιατί θεωρείται απίθανο να ολοκληρωθεί η τεχνική συμφωνία έγκαιρα, αλλά και διότι το Eurogroup έχει προγραμματισμένη συνεδρίαση στις 26 Ιανουαρίου και θα χρειαζόταν να συνεδριάσει εκτάκτως πριν τις 19 του μήνα, που είναι η προγραμματισμένη συνάντηση του συμβουλίου της ΕΚΤ. Κάτι τέτοιο θεωρείται απίθανο.
Η επόμενη ευκαιρία για την ένταξη των ομολόγων στο QE έρχεται στη συνεδρίαση του συμβουλίου στις 9 Μαρτίου. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, ως τότε θα έχει κλείσει η συμφωνία για τη δεύτερη αξιολόγηση, παραμένει αβέβαιο, όμως, αν θα υπάρχει αρκετή πρόοδος για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, ώστε να μη χρειασθεί η ΕΚΤ να φθάσει σε ακραίες «σχοινοβασίες», προκειμένου να «βαφτίσει» το ελληνικό χρέος ως βιώσιμο.