Η οδική κυκλοφορία είναι η κύρια πηγή ηχορύπανσης στην Ευρώπη, σύμφωνα με τη νέα έκθεση του ΕΟΠ «Noise in Europe – 2020» (Θόρυβος στην Ευρώπη – 2020), ενώ τα επίπεδα θορύβου αναμένεται να αυξηθούν τόσο στις αστικές όσο και στις αγροτικές περιοχές την προσεχή δεκαετία εξαιτίας της αστικής ανάπτυξης και της αυξημένης ζήτησης για μεταφορές. Οι σιδηροδρομικές και αεροπορικές μεταφορές και οι βιομηχανίες είναι οι άλλες κύριες πηγές ηχορύπανσης.
Η έκθεση περιλαμβάνει επικαιροποιημένα στοιχεία για τις τάσεις της ηχορύπανσης κατά την περίοδο 2012-2017. Επιπλέον, προσφέρει μια επισκόπηση των μελλοντικών προβλέψεων θορύβου, καθώς και των σχετικών επιπτώσεων υγείας για την Ευρώπη, βάσει των νέων κατευθυντήριων γραμμών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) σχετικά με τις επιπτώσεις στην υγεία από την έκθεση σε θόρυβο. Λαμβάνοντας υπόψη την προηγούμενη αξιολόγηση του ΕΟΠ για τον θόρυβο στην Ευρώπη του 2014, η έκθεση εξετάζει επίσης τα μέτρα που λαμβάνονται για τη διαχείριση και τη μείωση της έκθεσης σε θόρυβο, και παρουσιάζει την πρόοδο που έχει σημειωθεί ως προς τους στόχους της ΕΕ για την ηχορύπανση που θέτει η ενωσιακή νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας για τον περιβαλλοντικό θόρυβο και του 7ου προγράμματος δράσης για το περιβάλλον (ΠΔΠ) της ΕΕ.
Υπολογίζεται ότι 113 εκατομμύρια άνθρωποι επηρεάζονται από τη μακροχρόνια έκθεση σε επίπεδα θορύβου τουλάχιστον 55 ντεσιμπέλ (dB (A)) από την οδική κυκλοφορία ημέρας-απογεύματος-νύχτας. Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, πάνω από το 50% των κατοίκων εντός αστικών ιστών εκτίθεται σε επίπεδα θορύβου οδικής κυκλοφορίας 55 dB ή υψηλότερα κατά τη διάρκεια ημέρας-απογεύματος-νύχτας. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, σε αυτό το επίπεδο είναι πιθανό να εμφανιστούν επιπτώσεις στην υγεία. Η ΕΕ θεωρεί τη μακροχρόνια έκθεση σε επίπεδα θορύβου άνω των 55 ντεσιμπέλ ως υψηλή.
Σημαντικές επιπτώσεις για την υγεία
Η μακροχρόνια έκθεση σε θόρυβο έχει σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία. Σύμφωνα με τις νέες πληροφορίες του ΠΟΥ, ο ΕΟΠ εκτιμά ότι η εν λόγω έκθεση προκαλεί 12.000 πρόωρους θανάτους και συμβάλλει σε 48.000 νέες περιπτώσεις ισχαιμικής καρδιοπάθειας (η οποία προκαλείται από το στένωμα των αρτηριών της καρδιάς) κάθε χρόνο στην Ευρώπη. Επιπλέον, εκτιμάται ότι 22 εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από χρόνια υψηλή όχληση και 6,5 εκατομμύρια υποφέρουν από χρόνια υψηλή διαταραχή ύπνου. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, οι εν λόγω επιπτώσεις ενδέχεται να υποτιμώνται, καθώς αρχίζουν να εμφανίζονται με επίπεδα ηχορύπανσης κάτω από τα κατώτερα όρια που θέτει η ευρωπαϊκή οδηγία για τον θόρυβο. Επιπλέον, οι πληροφορίες που παρέχουν οι χώρες βάσει της οδηγίας της ΕΕ δεν καλύπτουν όλες τις αστικές περιοχές, τους δρόμους, τους σιδηρόδρομους και τα αεροδρόμια.
Επιπλέον, 22 εκατομμύρια άνθρωποι είναι εκτεθειμένοι σε υψηλά επίπεδα θορύβου από τους σιδηροδρόμους, 4 εκατομμύρια σε υψηλά επίπεδα θορύβου από τα αεροσκάφη και λιγότερο από 1 εκατομμύριο σε υψηλά επίπεδα θορύβου από τις βιομηχανίες.
Εκτός από τις επιπτώσεις της στους ανθρώπους, η ηχορύπανση αποτελεί ολοένα και μεγαλύτερη απειλή για την πανίδα τόσο στη στεριά όσο και στο νερό. Ο θόρυβος μπορεί να μειώσει την αναπαραγωγική ικανότητα και να αυξήσει τη θνησιμότητα και τη μετανάστευση των ζώων σε πιο ήσυχες περιοχές.
Ο στόχος της ΕΕ για τον θόρυβο για το 2020 δεν θα επιτευχθεί
Ενώ έχει σημειωθεί πρόοδος στα κράτη μέλη της ΕΕ ως προς τη χαρτογράφηση και την καταγραφή περισσότερων περιοχών υψηλού θορύβου στην Ευρώπη, οι ευρύτεροι στόχοι της πολιτικής για τον περιβαλλοντικό θόρυβο δεν έχουν επιτευχθεί ακόμα. Ιδιαιτέρως, ο στόχος που έχει τεθεί για το 2020 στο 7ο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον σχετικά με τη μείωση της ηχορύπανσης κοντά στα επίπεδα έκθεσης σε θόρυβο σύμφωνα με τις συστάσεις του ΠΟΥ, δεν αναμένεται να επιτευχθεί. Η ηχορύπανση αναμένεται να αυξηθεί λόγω της μελλοντικής αστικής ανάπτυξης και της αυξημένης ζήτησης για μεταφορές.
Πάνω από το 30% των δεδομένων που απαιτούνται από την οδηγία της ΕΕ εξακολουθούν να μην είναι διαθέσιμα μετά τη νομικά προβλεπόμενη προθεσμία για την υποβολή αναφοράς το 2017. Οι σημαντικές καθυστερήσεις υποδηλώνουν ότι τα κράτη ενδέχεται να μην έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπιση της ηχορύπανσης. Η έκθεση προσθέτει επίσης ότι απαιτείται καλύτερη εφαρμογή — γεγονός που συνηγορεί υπέρ των συμπερασμάτων μιας πρόσφατης χωριστής αξιολόγησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εφαρμογή της οδηγίας.en
Μέτρα για τη μείωση των επιπέδων θορύβου
Τα κράτη λαμβάνουν ήδη διάφορα μέτρα για τη μείωση και τη διαχείριση των επιπέδων θορύβου, ωστόσο, σύμφωνα με την έκθεση του ΕΟΠ, η αξιολόγηση του θετικού αντίκτυπού τους για την υγεία εξακολουθεί να είναι δύσκολη. Στα παραδείγματα των πιο δημοφιλών μέτρων μείωσης των επιπέδων θορύβου σε πόλεις συγκαταλέγονται η αντικατάσταση των παλαιών ασφαλτοστρωμένων οδών με πιο μαλακή άσφαλτο, η καλύτερη διαχείριση των κυκλοφοριακών ροών και η μείωση των ορίων ταχύτητας σε 30 χιλιόμετρα την ώρα. Επίσης, υπάρχουν μέτρα για την αύξηση της ευαισθητοποίησης και την αλλαγή της συμπεριφοράς των ανθρώπων ώστε να χρησιμοποιούν λιγότερο θορυβώδεις τρόπους μετακίνησης, όπως το ποδήλατο, το περπάτημα και τα ηλεκτρικά οχήματα.
Πολλές χώρες, πόλεις και περιφέρειες έχουν επίσης θεσπίσει τις λεγόμενες ήσυχες περιοχές, που είναι στην πλειονότητά τους πάρκα και άλλοι πράσινοι χώροι, όπου οι κάτοικοι μπορούν να αποδράσουν από τον θόρυβο της πόλης. Σύμφωνα με την έκθεση, απαιτούνται περισσότερες ενέργειες για τη δημιουργία και προστασία ήσυχων περιοχών εκτός των πόλεων και τη βελτίωση της προσβασιμότητας στις περιοχές αυτές εντός των πόλεων.
Υπόβαθρο της ευρωπαϊκής οδηγίας για τον περιβαλλοντικό θόρυβο
Η έκθεση των ατόμων σε θόρυβο παρακολουθείται σύμφωνα με την οδηγία για τον περιβαλλοντικό θόρυβο (END), με βάση δύο κατώτατα όρια αναφοράς: τον δείκτη για την περίοδο ημέρας-απογεύματος-νύχτας, (Lden), που μετρά την έκθεση σε επίπεδα θορύβου που σχετίζεται με την «όχληση», και τον δείκτη για την περίοδο της νύχτας, (Lnight), που έχει σχεδιαστεί για την αξιολόγηση της διαταραχής του ύπνου. Τα εν λόγω κατώτατα όρια αναφοράς είναι υψηλότερα από τις συνιστώμενες τιμές του ΠΟΥ και, επί του παρόντος, δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός για την παρακολούθηση της προόδου προς αυτές τις κατώτατες τιμές.