Οικονομία

Τέταρτος γύρος φθηνών δανείων από το κράτος υπό τον φόβο των λουκέτων


Άλλη μια ένεση ρευστότητας στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, την τέταρτη κατά σειρά φέτος, μέσω του προγράμματος της επιστρεπτέας προκαταβολής σχεδιάζει να προσφέρει το φθινόπωρο το υπουργείο Οικονομικών, καθώς κορυφώνονται οι ανησυχίες για επιβεβαίωση των προβλέψεων των οικονομικών αναλυτών, μεταξύ των οποίων και του ΟΟΣΑ στην πρόσφατη έκθεση για την Ελλάδα, ότι μετά την καταστροφική φετινή τουριστική σεζόν θα υπάρξει το φθινόπωρο ένα κύμα «λουκέτων» επιχειρήσεων, κυρίως στους τομείς του τουρισμού και της εστίασης.

Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το β' τρίμηνο δείχνουν ότι το lockdown και η αργή επανεκκίνηση της οικονομίας τον Ιούνιο προκάλεσαν τεράστια πτώση του τζίρου των επιχειρήσεων. Ο τζίρος μειώθηκε περισσότερο από 25%, στα 58,9 δισ. ευρώ, από 78.8 δισ. ευρώ το δεύτερο τρίμηνο του 2019. Επίσης, στις σχεδόν 206.000 επιχειρήσεις που πέρασαν σε αναστολή λειτουργίας η μείωση πλησιάζει το 60%, ενώ στον κλάδο παροχής καταλυμάτων η πτώση ξεπερνά το 94% και στην εστίαση φθάνει το 59%.

Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε τον Ιούλιο, καθώς η πτώση της τουριστικής κίνησης ξεπέρασε το 70%, ενώ και ο Αύγουστος είναι πολύ κακός μήνας, καθώς στις πολύ μειωμένες αφίξεις ήλθαν να προστεθούν τα νέα περιοριστικά μέτρα για τον κορονοϊό, με σοβαρότερο, από οικονομικής άποψης, το κλείσιμο των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος σε τουριστικές περιοχές και στην Αττική από τα μεσάνυκτα.

Έτσι, ο φόβος που επικρατεί στο οικονομικό επιτελείο είναι ότι το φθινόπωρο θα εμφανισθούν έντονα συμπτώματα «ασφυξίας» στην αγορά, κυρίως σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις με έντονα εποχική δραστηριότητα και ιδίως σε όσες δεν έχουν «λίπος» για κάψιμο, ούτε δυνατότητα πρόσβασης στις τράπεζες.

Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση σχεδιάζει να αξιοποιήσει το μηχανισμό της επιστρεπτέας προκαταβολής, καθώς συνδυάζει την αμεσότητα της παροχής ρευστότητας, καθώς οι διαδικασίες ολοκληρώνονται εκτός τραπεζικού συστήματος, τη δυνατότητα «κουρέματος» της οφειλής, ανάλογα με την πτώση του τζίρου και την καλύτερη στόχευση των δανείων με κριτήριο τη μείωση του τζίρου.

Σύμφωνα με πληροφορίες, το σενάριο που εξετάζεται είναι να ενεργοποιηθεί τον Οκτώβριο ένας τέταρτος κύκλος επιστρεπτέας προκαταβολής, για τη χορήγηση έως και 1 δισ. ευρώ, όπου οι επιχειρήσεις θα λάβουν τα φθηνά δάνεια με κριτήριο τη μείωση του τζίρου τους ως τα τέλη Σεπτεμβρίου, δηλαδή όταν θα έχει ουσιαστικά κλείσει η φετινή, κακή τουριστική σεζόν. Έτσι, θα έχει αποτυπωθεί σχεδόν στο σύνολό της η ζημιά στις επιχειρήσεις με εποχική δραστηριότητα και αυτές θα λάβουν το μεγαλύτερο μέρος των δανείων.

Πότε θα «τρέξει» ο τρίτος γύρος 

Εν τω μεταξύ, στις αρχές Σεπτεμβρίου αναμένεται να «τρέξει» ο τρίτος γύρος της επιστρεπτέας προκαταβολής, όπου τα ποσά των δανείων θα υπολογισθούν με βάση τη μείωση τζίρου ως τα τέλη Ιουλίου. Σε αυτή την φάση, θα διανεμηθούν περισσότερα από 1,1 δισ. ευρώ, ενώ πρόσβαση σε αυτό τον κύκλο του προγράμματος θα έχουν οι ατομικές επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό και χωρίς ταμειακή μηχανή, δηλαδή κυρίως οι μικρές, οικογενειακές επιχειρήσεις τουριστικών καταλυμάτων. Δικαίωμα συμμετοχής θα έχουν και οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (με προσωπικό έως 50 άτομα) ακόμη και αν χαρακτηρίζονται ως προβληματικές με βάση τους κοινοτικούς κανόνες.

Υπενθυμίζεται ότι στον δεύτερο κύκλο του προγράμματος ο αριθμός των επιχειρήσεων που έλαβαν την επιστρεπτέα προκαταβολή ανήλθε σε 89.729  και έχουν λάβει άμεση χρηματοδοτική ενίσχυση συνολικού ύψους 1,259 δισ. ευρώ. Συνολικά, από τον α’ και τον β’ κύκλο της επιστρεπτέας προκαταβολής, έχουν καταβληθεί 1,861 δισ. ευρώ, ενώ ο στόχος που έχει τεθεί είναι να χορηγηθούν 3 δισ. ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι ο τρίτος κύκλος θα έχει ανώτατο όριο ένα ποσό περίπου 1,1 δισ. ευρώ.

Η συνολική αποτίμηση πάντως του προγράμματος της επιστρεπτέας προκαταβολής δεν είναι όσο θετική ανέμενε το υπουργείο Οικονομικών, καθώς για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων και η υποχρέωση διατήρησης σταθερού αριθμού προσωπικού από τις επιχειρήσεις που λαμβάνουν αυτά τα δάνεια, έχουν ενταχθεί στο πρόγραμμα πολύ λιγότερες επιχειρήσεις από αυτές που θα μπορούσαν να το έχουν αξιοποιήσει. Συνολικά, υπολογιζόταν ότι έως και 300.000 επιχειρήσεις είχαν τη δυνατότητα συμμετοχής στο πρόγραμμα, αλλά τελικά ωφελήθηκαν λιγότερες από 90.000.