Σίγουρα το έχετε δει: ο γονιός ενός νηπίου μπαίνει στο δωμάτιο και βλέπει δίπλα στο παιδί το παιχνίδι του σπασμένο. Όταν ρωτάει τι συνέβη, το νήπιο απαντάει «αυτός/αυτή (π.χ το αδερφάκι, ο φίλος ή ακόμα και μία κούκλα) το έκανε» ή «δεν ξέρω». Δηλαδή είτε κατηγορεί κάποιον άλλο, είτε απλώς αρνείται την ευθύνη. Αυτό το κάνει σε μία ασυνείδητη προσπάθεια να αποφύγει πιθανές αρνητικές συνέπειες, που στην περίπτωση του νηπίου είναι η απειλή της απόρριψης και της απώλειας της σύνδεσης με τον γονέα. Αυτό όσο αφορά τη νηπιακή ηλικία. Τι γίνεται όμως, όταν συνεχίζουμε να μεταθέτουμε την ευθύνη ή να την αρνούμαστε όντας πλέον ενήλικες;
Όταν βρισκόμαστε υπό πίεση, πολλοί ενήλικες έχουμε την τάση να παλινδρομούμε αυτόματα σε μηχανισμούς που χρησιμοποιούσαμε ως νήπια, χρησιμοποιώντας πλέον τακτικές έμμεσης αποφυγής, όπως αναβλητικότητα, κωλυσιεργία, υπερεργασία, υπερφαγία, υπερβολική άσκηση κλπ. Αλλά ο πιο άμεσος τέτοιος μηχανισμός που χρησιμοποιείται συχνά από ενήλικες είναι η μετάθεση της ευθύνης –και είναι και ο πιο επιζήμιος:
Ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με… κατηγόριες
Εάν αισθάνεσαι άσχημα για κάτι και αποδώσεις την ευθύνη σε κάποιον άλλο γι’ αυτό, τότε τι μπορείς να κάνεις εσύ για να αισθανθείς καλύτερα; Απολύτως τίποτα! Η απόδοση της ευθύνης αλλού σε καθιστά ανίσχυρο. Και αυτή είναι η εσωτερική πηγή της απογοήτευσης, του θυμού και της αγανάκτησης που συνοδεύουν τις κατηγόριες.
Πέραν αυτού, με το να κατηγορείς κάποιον άλλο για το πώς αισθάνεσαι εσύ, στερείς από τα αρνητικά σου συναισθήματα τη βασική τους χρησιμότητα: να σου δώσουν κίνητρο για μία διορθωτική συμπεριφορά. Η κατηγόρια καθίσταται πιο επιτακτική από τη διόρθωση της συμπεριφοράς σου και τη βελτίωση του πως αισθάνεσαι. Και εάν αυτό γίνει συνήθεια, δηλητηριάζει τις ανθρώπινες σχέσεις σου και αλλοιώνει την αίσθηση του Εαυτού σου. Τελικά το τίμημα είναι πολύ μεγάλο σε σχέση με το προσωρινό πλεονέκτημα της μετάθεσης της ενοχής και της ντροπής σε κάποιον άλλο.
Απόδοση ευθύνης ή λύση;
Η μετάθεση της ευθύνης καθιστά σχεδόν αδύνατο το να βρούμε λύσεις στα προβλήματά μας. Κατ’ αρχήν, μας τοποθετεί στο λάθος χρόνο: το ποιος προκάλεσε αυτό για το οποίο αισθανόμαστε άσχημα, πάντα έχει να κάνει με το παρελθόν. Μπόρεσε κανείς από εμάς να γυρίσει στο παρελθόν και να διορθώσει ένα πρόβλημα; Όχι βέβαια. Οι λύσεις βρίσκονται πάντα στο παρόν και το μέλλον.
Επιπλέον, εστιάζουμε στο πόσο άσχημα αισθανόμαστε και τίνος είναι το φταίξιμο, αντί να αναζητήσουμε τρόπους να κάνουμε τα πράγματα καλύτερα. Για να δικαιολογήσουμε τα «κατηγορώ» μας, «κολλάμε» στη ζημιά που έχουμε υποστεί, ενώ η ανάπτυξη και η ευημερία μας απαιτούν να επιστρατεύσουμε την ανθεκτικότητα, την ευφυϊα και τη δημιουργικότητά μας.
Τελικά, οι κατηγόριες επιδεινώνουν την κατάσταση, κρατώντας μας σε μία τιμωρητική διάθεση, αντί σε διάθεση για βελτίωση. Όντας σε μία τιμωρητική διάθεση, βάζουμε τους άλλους γύρω μας σε άμυνα και αντίσταση απέναντί μας. Ακόμα κι αν πετύχουμε ο άλλος να κάνει αυτό που θέλουμε, θα το κάνει απρόθυμα με κρυφή (ή φανερή) δυσαρέσκεια.
Κατηγόρια και ο σκοπός του θυμού
Η μετάθεση της ευθύνης (η κατηγόρια), διαστρέφει την πρωταρχική χρησιμότητα του θυμού, που στους ανθρώπους δεν είναι η αυτοπροστασία, αλλά η προστασία των αγαπημένων μας (εάν αμφιβάλλετε γι’ αυτό, σκεφτείτε πότε θα αντιδρούσατε πιο θυμωμένα, εάν δεχόσασταν επίθεση εσείς ή το παιδί σας;).
Όμως ο άνθρωπος είναι το μόνο θηλαστικό που χρησιμοποιεί την επιθετικότητα απέναντι «στους δικούς του» (τους γονείς ή άλλες φιγούρες πρόσδεσης). Αυτό καθώς έχουμε αναπτύξει ένα πρόσθετο, αμυντικό είδος θυμού, μοναδικό ανάμεσα στα πλάσματα της Γης: λέγεται δυσαρέσκεια ή δυσφορία. Ενώ ο πρωταρχικός σκοπός του θυμού είναι η προστασία των αγαπημένων μας, ο σκοπός της δυσαρέσκειας είναι η προστασία του Εγώ μας. Και κανένας δε μπορεί να πληγώσει το Εγώ μας περισσότερο απ’ ότι οι αγαπημένοι μας.
Τα νήπια επιδεικνύουν συχνά δυσαρέσκεια, αλλά επειδή το Εγώ τους είναι ακόμα υπό δημιουργία, δεν παραμένουν σε αυτή για πολύ. Αντίθετα, οι ενήλικες που παλινδρομούν σε νηπιακές άμυνες μπορεί να κρατήσουν αυτή τη δυσαρέσκεια για πάντα -να τη μετατρέψουν σε μνησικακία- λόγω της ανάγκης τους να δικαιολογούν κάθε αρνητικό συναίσθημά τους που δε συνάδει με τις βαθύτερες αξίες τους. Όσο περισσότερο δικαιολογούμε τη δυσαρέσκεια, τόσο δυνατότερη γίνεται και όσο πιο δυνατή γίνεται, τόσο περισσότερο έχουμε ανάγκη να τη δικαιολογήσουμε.
Η δυσαρέσκεια – μνησικακία εξυπηρετεί το Εγώ προσωρινά, μεταθέτοντας την ενοχή και τη ντροπή αλλού μέσω της κατηγόριας. Μακροπρόθεσμα όμως εξασθενεί το Εγώ, κάνοντάς μας να αισθανόμαστε ανίσχυροι. Όσο πιο εύθραυστο είναι το Εγώ μας, τόσο περισσότερο αισθανόμαστε την ανάγκη να κατηγορούμε άλλους για το πώς νιώθουμε. Και όσο πιο πολύ κατηγορούμε άλλους, τόσο πιο εύθραυστο γίνεται το Εγώ μας. Τείνουμε τότε όλο και περισσότερο να αντιστρέφουμε τη φυσική λειτουργία του θυμού, στρέφοντάς τον προς τους αγαπημένους μας.
Αισθάνομαι ισχυρός ή όντως είμαι;
Μία ίσως σκληρή, αλλά πολύ σημαντική, αλήθεια που καλούμαστε όλοι μας να δούμε, είναι η διαφορά ανάμεσα στο «αισθάνομαι ισχυρός» και το «είμαι ισχυρός». Στις περισσότερες περιπτώσεις ο θυμός και η δυσαρέσκεια που εκφράζουμε είναι απόπειρες να αισθανθούμε δυνατοί, εις βάρος του να είμαστε πραγματικά δυνατοί.
Στα θηλαστικά γενικά ο θυμός ενεργοποιείται από την αντίληψη ταυτόχρονης τρωτότητας και απειλής. Συχνά όμως εμείς οι άνθρωποι, προσπαθώντας να αποφύγουμε συναισθήματα που μας κάνουν να νιώθουμε ευάλωτοι (π.χ ενοχή, ντροπή, άγχος), ρίχνουμε την ευθύνη γι’ αυτά σε κάποιον άλλο, τον οποίο αντιλαμβανόμαστε πλέον ως απειλή.
Η αίσθηση δύναμης και αυτοπεποίθησης που βιώνουμε με ένα ξέσπασμα θυμού είναι παροδική. Προέρχεται από την έκρηξη αδρεναλίνης που τροφοδοτεί αυτό το ξέσπασμα. Τότε αισθάνεσαι ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα. Η κατάληξη είναι όμως πάντα η ίδια: εξάντληση, αμφιβολίες και μειωμένη αίσθηση του Εαυτού. Επειδή η έκρηξη αδρεναλίνης σε αφήνει πάντα χαμηλότερα από το σημείο απ’ όπου ξεκίνησες, οι περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται θλιμμένοι μετά από ένα ξέσπασμα θυμού.
Ως ενήλικες, συχνά προσπαθούμε να περιορίσουμε αυτά τα απότομα ανεβοκατεβάσματα με την επίμονη δυσφορία / δυσαρέσκεια. Όντας μία αμυντική μορφή θυμού, η δυσφορία δεν περιλαμβάνει αρκετή αδρεναλίνη για να προκαλέσει άμεση υπερβολική αντίδραση. Έχει όμως αρκετή για να μας προφυλάξει από την αυτο-αμφισβήτηση και να διατηρήσουμε την αίσθηση ότι έχουμε δίκιο.
Αυτή η έμμεση επίδραση της δυσφορίας την καθιστά αυτο-τροφοδοτούμενη, καθώς δημιουργεί την ανάγκη την οποία και ικανοποιεί προσωρινά. Έτσι, η κατηγόρια που ενυπάρχει στη δυσφορία, μας καθιστά ουσιαστικά ανίσχυρους, ενώ ταυτόχρονα η αδρεναλίνη μας κάνει να αισθανόμαστε -προσωρινά- ισχυροί.
Εν κατακλείδι, η παλινδρόμησή μας σε νηπιακούς αμυντικούς μηχανισμούς, όπως η κατηγόρια, η άρνηση και η αποφυγή της ευθύνης, μας κάνει να αισθανόμαστε ισχυροί για λίγο. Μακροπρόθεσμα ωστόσο, μας καθιστά ανίσχυρους επί των σκέψεων, των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς μας.
Επομένως, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε ως ενήλικες, είναι να αναλαμβάνουμε την ευθύνη για ό,τι αισθανόμαστε.
Αννίτα Νιάκα