Μια συμβιβαστική πρόταση για τον κοινοτικό πολυετή προϋπολογισμό και το Ταμείο Ανάκαμψης που κρίνεται βασικά ικανοποιητική για την Ελλάδα, αλλά μπορεί να κρύβει και ορισμένες «παγίδες» για το μέλλον, παρουσίασε σήμερα ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, τονίζοντας σε σχεδόν δραματικούς τόνους ότι πρέπει την επόμενη εβδομάδα, στη Σύνοδο της 17ης και 18ης Ιουλίου, να λάβουν τις τελικές τους αποφάσεις οι ηγέτες των «27».
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου παρότρυνε τις 27 χώρες - μέλη της ΕΕ, να αναλάβουν δράση προκειμένου να υιοθετήσουν ένα σχέδιο ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας. «Είναι ώρα να δράσουμε, είναι ώρα να αποφασίσουμε», δήλωσε ο Μισέλ, παρουσιάζοντας ένα σχέδιο συμβιβασμού, με παραχωρήσεις προς τις χώρες του μπλοκ της λιτότητας (Ολλανδία, Αυστρία, Δανία, Σουηδία), οι οποίες έχουν δηλώσει ότι δεν μπορούν να εγκρίνουν ως έχει το σχέδιο της Κομισιόν για ένα Ταμείο Ανάκαμψης 750 δισ. ευρώ, το οποίο περιλαμβάνει «δωρεάν χρήμα» (επιδοτήσεις) 500 δισ. ευρώ με περισσότερο ωφελημένες τις χώρες του Νότου.
Όσον αφορά το κύριο ζήτημα ενδιαφέροντος της Ελλάδας, δηλαδή να διατηρηθούν οι προτεινόμενες από την Κομισιόν επιδοτήσεις, ώστε να μη «φουσκώσει» το δημόσιο χρέος από νέα δάνεια, ο Σαρλ Μισέλ είχε καλά νέα: προτείνει η αναλογία επιδοτήσεων - δανείων να μην αλλάξει, δηλαδή να δοθούν 500 δισ. ευρώ ως επιδοτήσεις και 250 δισ. ευρώ ως φθηνά δάνεια. Αυτό σημαίνει για την Ελλάδα ότι τα 24 δισ. ευρώ επιδοτήσεων που υπολογίζεται να πάρει από το Ταμείο Ανάκαμψης μένουν «άθικτα», εφόσον υιοθετηθεί από τους ηγέτες η πρόταση του Σ. Μισέλ.
Όμως, το «αντάλλαγμα» για να διατηρηθούν οι επιδοτήσεις, σύμφωνα με τη συμβιβαστική πρόταση, είναι ότι θα μειωθεί το συνολικό ποσό του πολυετούς προϋπολογισμού: έτσι, από τα 1,1 τρισ. ευρώ, προτείνεται ο προϋπολογισμός να μειωθεί στα 1,074 δισ. ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι κονδύλια που σήμερα θεωρούνται ως βέβαιες χρηματοδοτήσεις για την Ελλάδα από το νέο προϋπολογισμό και αφορούν κρίσιμα προγράμματα, όπως τη Γεωργία και την Πολιτική Συνοχής, ενδέχεται να αμφισβητηθούν στη νέα κατανομή πόρων που θα γίνει, με βάση την πρόταση για μείωση του συνολικού «πακέτου».
«Παγίδες» μπορεί να κρύβει για την Ελλάδα και μια μικρή διαφοροποίηση που γίνεται στην πρόταση του Σ. Μισέλ, σε σχέση με την πρόταση της Κομισιόν, σε ό,τι αφορά το λεγόμενο κλειδί κατανομής των επιδοτήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης. Για την περίοδο 2021 - 2022, η πρόταση του Μισέλ ταυτίζεται με αυτή της Κομισιόν, δηλαδή υιοθετείται ο ευνοϊκός για την Ελλάδα τρόπος υπολογισμού με βάση την ανεργία της περιόδου 2015-2019 και το κατά κεφαλή ΑΕΠ. Όμως, για τα κονδύλια του 2023 αφαιρείται από τον τρόπο υπολογισμού η ανεργία της περιόδου 2021 - 2022 και εισάγεται η συνολική πτώση του ΑΕΠ το 2020 και 2021, με βάση απολογιστικά στοιχεία του 2022. Αυτό ήταν μια πρόταση των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών, που ενδεχομένως να διαφοροποιήσει εις βάρος της Ελλάδας την κατανομή των επιδοτήσεων του 2023.
Για να «γλυκαθούν» οι χώρες του μπλοκ της λιτότητας, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου προτείνει να διατηρηθεί και στο νέο προϋπολογισμό το σύστημα της επιστροφής εισφορών στις χώρες που αποτελούν καθαρούς πληρωτές για τον προϋπολογισμό, δηλαδή τη Γερμανία, την Ολλανδία, την Αυστρία, τη Δανία και τη Σουηδία.
Πάντως, οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν τελειώσει και ουδείς εγγυάται ότι την επόμενη Παρασκευή και Σάββατο θα υπάρξει μια συμφωνία, που θα επιτρέψει να προχωρήσει η προετοιμασία για το Ταμείο Ανάκαμψης, ώστε να αρχίσουν οι εκταμιεύσεις τον επόμενο χρόνο. Αυτές τις ημέρες γίνονται συνεχείς επαφές στην Ολλανδία, όπου ο πρωθυπουργός, Μαρκ Ρούτε, ως εκπρόσωπος των χωρών της λιτότητας, έχει αλλεπάλληλες συναντήσεις με πρωθυπουργούς των χωρών του Νότου, αρχής γενομένης από τη σημερινή συνάντηση με τον Ιταλό πρωθυπουργό Τζουζέπε Κόντε.
Η πρόταση του Σ. Μισέλ επιτρέπει στους «σκληρούς» του Βορρά να δείξουν στο εσωτερικό των χωρών τους ότι είχαν κέρδη από τη σκληρή στάση που κράτησαν, όμως παραμένει σοβαρό το πολιτικό πρόβλημα με τις επιδοτήσεις, καθώς υπάρχει ακόμη ισχυρή αντίσταση σε αρκετές χώρες στο σχέδιο για παροχή δωρεάν χρήματος στο Νότο.