Ανεβαίνει ο βαθμός δυσκολίας της προσπάθειας των ελληνικών τραπεζών να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους, καθώς καλούνται να «ξεφορτωθούν» ως το τέλος του 2021 «κόκκινα» δάνεια ύψους 53,7 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα νέα επιχειρησιακά σχέδια που έχουν υποβάλει στον Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Ο SSM άσκησε ισχυρή πίεση στις διοικήσεις των τραπεζών να υιοθετήσουν πιο φιλόδοξους στόχους μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και φαίνεται ότι πέτυχε το στόχο του: ενώ τα αρχικά σχέδια των τραπεζών, που είχαν υποβληθεί τον περασμένο Σεπτέμβριο, αναφέρονταν σε μείωση «κόκκινων» δανείων κατά 47,7 δισ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία που έχει παρουσιάσει η Τράπεζα της Ελλάδος, τα αναθεωρημένα σχέδια, όπως ανακοινώθηκαν πρόσφατα από τις τράπεζες, προβλέπουν συνολική μείωση κατά 6 δισ. ευρώ μεγαλύτερη, συνολικού ύψους 53,7 δισ. ευρώ.
Η απαίτηση για γρήγορη εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών δεν προβάλλεται μόνο από την ΕΚΤ, αλλά και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Όπως τόνισε πριν από λίγες ημέρες ο Πόουλ Τόμσεν, επικεφαλής του ευρωπαϊκού τομέα του Ταμείου
«πάντα τονίζαμε ότι, λόγω του εξαιρετικά υψηλού επιπέδου των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της μεγάλης συμμετοχής αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων στα κεφάλαια των τραπεζών, η Ελλάδα θα πρέπει να αποκτήσει αξιόπιστη στρατηγική για το τραπεζικό σύστημα, που θα το ενισχύσει και θα επιτρέψει στις τράπεζες να στηρίξουν την οικονομία.
Δεν θεωρούμε ότι είναι αξιόπιστη μία στρατηγική, που βασίζεται στην υπόθεση ότι για πάρα πολλά χρόνια το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα προσπαθεί με αργούς ρυθμούς να μειώσει το επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων».
Σύμφωνα με στοιχεία που έχει επεξεργασθεί η Wood, τα υπόλοιπα των «κόκκινων» δανείων των ελληνικών, συστημικών τραπεζών έπιασαν… ταβάνι το τρίτο τρίμηνο του 2016, όταν ανήλθαν σε 112,7 δισ. ευρώ. Από τότε και μέχρι το τέλος του 2018, μειώθηκαν μεν, αλλά με αρκετά αργούς ρυθμούς, για να υποχωρήσουν σε 85,9 δισ. ευρώ.
Με βάση τους ορισμούς που υιοθετούνται από τον SSM και χρησιμοποιούνται για τη διαμόρφωση των επιχειρησιακών σχεδίων των τραπεζών, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα θα πρέπει να μειωθούν μέσα στην τριετία 2019 – 2021 από τα 80,2 στα 26,5 δισ. ευρώ. Δηλαδή, θα πρέπει οι τράπεζες να απαλλαγούν σε τρία χρόνια από τα 2/3 των προβληματικών τους ανοιγμάτων!
Όπως φαίνεται από τα στοιχεία που επεξεργάσθηκε η Wood, με βάση τις ανακοινώσεις των τραπεζών, στο τέλος αυτής της προσπάθειας η Eurobank και η Εθνική θα έχουν τα χαμηλότερα ποσά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, 3,5 και 4,3 δισ. ευρώ αντίστοιχα, η Alpha θα έχει NPE ύψους 7,4 δισ. ευρώ, ενώ η Πειραιώς, που αρχίζει την προσπάθεια από τη χειρότερη θέση, με προβληματικά ανοίγματα 26,4 δισ. ευρώ, θα τα έχει μειώσει σχεδόν κατά 60%, στα 11,3 δισ. ευρώ.
Τρία στηρίγματα
Οι τράπεζες θα χρειασθούν εξωτερική βοήθεια για να μην «κάψουν», μέσα από τη διαδικασία εξυγίανσης των ισολογισμών, περισσότερα κεφάλαια από όσο μπορούν να αντέξουν, χωρίς να χρειασθεί να προσφύγουν σε λύσεις ενίσχυσης της κεφαλαιακής επάρκειας που θα επιβαρύνουν τους μετόχους (αυξήσεις κεφαλαίου με έκδοση νέων μετοχών).
Το σχέδιο του υπουργείου Οικονομικών για τιτλοποιήσεις δανείων με κρατική εγγύηση (Asset Protection Scheme), καθώς και το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος, για μια «κακή» τράπεζα που θα έχει ως κεφάλαιο μεγάλο μέρος των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων που έχουν εξασφαλίσει οι τράπεζες, προορίζονται να διευκολύνουν τη γρήγορη μείωση προβληματικών ανοιγμάτων, με ελαχιστοποίηση των απωλειών κεφαλαίων.
Το μεγάλο ερώτημα που απασχολεί τις τραπεζικές διοικήσεις και τους αναλυτές είναι αν και πόσο σύντομα θα ξεπερασθούν τα εμπόδια που τίθενται από το ευρωπαϊκό δίκαιο για τον ανταγωνισμό, καθώς και τα δύο σχέδια απαιτούν έγκριση από την Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν (DG Comp). Για το σχέδιο του υπουργείου Οικονομικών, η DG Comp φαίνεται ότι ακολουθεί μια διαδικασία προσεκτικής εξέτασης, που δεν θα επιτρέψει να ενεργοποιηθεί μέσα στο δεύτερο εξάμηνο του 2019, όπως σχεδιαζόταν, ενώ το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος δεν έχει υποβληθεί ακόμη στις Βρυξέλλες, αφού βρίσκεται σε επεξεργασία από κοινή ομάδα εργασίας με το ΥΠΟΙΚ.
Το τρίτο «στήριγμα» των τραπεζών θα είναι ο νέος νόμος για την προστασία της πρώτης κατοικίας, που εκτιμάται ότι θα διευκολύνει την αναδιάρθρωση δανείων με εγγύηση πρώτης κατοικίας ύψους περίπου 14 δισ. ευρώ. Όπως σημειώνουν αναλυτές, ο νέος νόμος, που θα ισχύσει ως το τέλος του έτους, αφήνει υποσχέσεις για σημαντική διευκόλυνση των τραπεζών και των δανειοληπτών, με την παροχή και επιδότησης δόσεων ρυθμισμένων δανείων από το Δημόσιο, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει υψηλός βαθμός αβεβαιότητας για την εφαρμογή του στην πράξη.