Υπό τη δαμόκλειο σπάθη των κυρώσεων που προβλέπει ο νόμος, εάν δεν εισπραχθούν τα προβλεπόμενα από τα τιτλοποιημένα δάνεια του σχεδίου «Ηρακλής», τα funds που έχουν αποκτήσει κόκκινα δάνεια και οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων συνεχίζουν την προσπάθεια για αύξηση των εισπράξεων μέσα από πωλήσεις σε τράπεζες μη εξυπηρετούμενων δανείων που έχουν θεραπευθεί μέσω ρυθμίσεων.
Θεωρητικά, έως και το ένα τέταρτο των δανείων που τιτλοποιήθηκαν με τις κρατικές εγγυήσεις του σχεδίου Ηρακλής θα μπορούσαν να γίνουν και πάλι... πακέτα για να πουληθούν σε τράπεζες, δηλαδή δάνεια ονομαστικής αξίας 15 δισ. ευρώ. Μέχρι στιγμής, δάνεια ύψους 8 δισ. έχουν γυρίσει στις τράπεζες «πρασινισμένα». Αν αυτή η προσπάθεια ολοκληρωθεί με επιτυχία, ωφελημένοι θα είναι όλοι οι παράγοντες της εξίσωσης: οι servicers γιατί θα έχουν γρήγορες εισπράξεις και θα καλύψουν τους στόχους των επιχειρησιακών σχεδίων των τιτλοποιήσεων, τα funds που κατέχουν τα δάνεια επειδή θα εξασφαλίσουν γρήγορο κέρδος, οι τράπεζες διότι θα «χτίσουν» πιο γρήγορα τα χαρτοφυλάκια υγιών δανείων τους και οι δανειολήπτες επειδή θα επανέλθουν σε μιας μορφής κανονικότητα.
Τράπεζες και servicers πασχίζουν αυτή την περίοδο να δημιουργήσουν νέα «μπουκέτα» δανείων που θα μπορούσαν να εξαγορασθούν από τα πιστωτικά ιδρύματα, όμως αυτή η προσπάθεια αντιμετωπίζει σοβαρά εποπτικά εμπόδια, αφού οι σχετικοί κανονισμοί, την εφαρμογή των οποίων εποπτεύει ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός της ΕΚΤ (SSM) είναι εξαιρετικά αυστηροί.
Οι τράπεζες δεν εμποδίζονται να αγοράσουν θεραπευμένα κόκκινα δάνεια, όμως είναι πολύ δύσκολο να γίνουν τέτοιες συναλλαγές χωρίς ο Εποπτικός Μηχανισμός να τους επιβάλει τον σχηματισμό προβλέψεων, που θα καθιστούσαν ασύμφορη τη συναλλαγή για αγοραστές και πωλητές. Αν τα δάνεια που θα αγορασθούν δεν κριθεί εξαρχής από τον επόπτη ότι είναι κανονικά εξυπηρετούμενα οι τράπεζες θα κληθούν να σχηματίσουν προβλέψεις, που δεν είναι μεν τόσο υψηλές όσο αυτές που σχηματίζονται για τα κόκκινα δάνεια, αλλά θα είναι αρκετά «τσουχτερές» για να περιορίσουν το κέρδος που θα έχει η τράπεζα από την τήρηση τέτοιων δανείων στο χαρτοφυλάκιό της, άρα θα μειώσουν και την αξία πώλησης των δανείων σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην είναι ιδιαίτερα συμφέρουσα η πώληση από ένα fund.
Βασικός εποπτικός κανόνας που εφαρμόζεται σε αυτές τις περιπτώσεις για να θεωρηθεί ότι έχει θεραπευθεί ένα προβληματικό δάνειο μέσα από ρυθμίσεις, οι οποίες πρέπει να έχουν μακροπρόθεσμο χαρακτήρα, είναι να έχει συμπληρωθεί μια περίοδος τουλάχιστον δύο ετών μετά τη ρύθμιση, στη διάρκεια της οποίας το ρυθμισμένο δάνειο να εξυπηρετείται κανονικά. Στην ελληνική αγορά υπάρχουν δάνεια αρκετών δισεκατομμυρίων που εξυπηρετούνται μετά τις ρυθμίσεις που έγιναν από τους servicers, όμως χρειάζεται να πληρούνται και αρκετές ουσιαστικές προϋποθέσεις για να δώσει το "ΟΚ" ο επόπτης σε μια τράπεζα για να τα εξαγοράσει χωρίς να επιβαρύνεται με πρόσθετες προβλέψεις.
Οι οδηγίες του SSM
Σύμφωνα με τις οδηγίες που έχει δώσει ο SSM στις τράπεζες (Guidance to banks on non-performing loans, 2017), «γενικά, μια λύση ρύθμισης που περιλαμβάνει μακροπρόθεσμα μέτρα ρύθμισης θα πρέπει να θεωρείται βιώσιμη μόνο όταν:
• Το ίδρυμα μπορεί να αποδείξει (βάσει εύλογων τεκμηριωμένων οικονομικών πληροφοριών) ότι ο δανειολήπτης μπορεί ρεαλιστικά να αντέξει οικονομικά τη λύση ρύθμισης,
• Η επίλυση των εκκρεμών ληξιπρόθεσμων οφειλών αντιμετωπίζεται πλήρως και αναμένεται σημαντική μείωση του υπολοίπου του δανειολήπτη μεσομακροπρόθεσμα».
Γίνεται αντιληπτό ότι τέτοιες συναλλαγές κόκκινων δανείων που έχουν «πρασινίσει» θα είναι για τράπεζες δίκοπο μαχαίρι. Ακόμη και αν περάσουν το αρχικό τεστ του Εποπτικού Μηχανισμού και δεν απαιτηθούν πρόσθετες προβλέψεις, οι τράπεζες θα διατρέχουν συνεχώς αυτόν τον κίνδυνο στο μέλλον, εάν αποδειχθεί ότι η ρύθμιση δεν ήταν βιώσιμη και ο δανειολήπτης αρχίσει εκ νέου να καθυστερεί τις πληρωμές. Έτσι, είναι αρκετά δύσκολη δουλειά η επιλογή δανείων που θα αγοράσουν οι τράπεζες και αρκετά σύνθετη η τιμολόγησή τους.
Σύμφωνα με πληροφορίες, πάντως, ορισμένες συμφωνίες βρίσκονται ήδη «στα σκαριά», κυρίως επειδή οι servicers βρίσκονται υπό την πίεση της εξασφάλισης εισροών για να επιτύχουν τους στόχους τους και να αποφύγουν τα «πέναλτι» του νόμου για τον «Ηρακλή».
Σύμφωνα με στοιχεία που έχουν δώσει οι servicers, ως το τέλος του 2022 υπήρξαν δάνεια 8 δισ. ευρώ που αναταξινομήθηκαν και επέστρεψαν στα υγιή χαρτοφυλάκια των τραπεζών, ενώ το συνολικό υπό διαχείριση ρυθμισμένο χαρτοφυλάκιο δανείων και απαιτήσεων υπό διαχείριση είχε ξεπεράσει τα €27 δισ., ποσό που αντιστοιχεί σε πάνω από 590.000 δανειολήπτες.
Στο διάστημα Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2023 οι Εταιρείες Διαχείρισης Δανείων έχουν ανακοινώσει ότι συνεργάστηκαν με πάνω από 100.000 οφειλέτες προκειμένου να αποπληρώσουν τις οφειλές τους και να ανακτήσουν πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα, μέσα από δίκαιες και συναινετικές ρυθμίσεις ύψους €5,1 δισ. Η πλειοψηφία των ρυθμίσεων (3,5 δισ.) αφορά σε δάνεια που έχουν μεταβιβαστεί σε τρίτους επενδυτές, δηλαδή σε funds.