Πολιτική

Τα Eurogroup περνούν, η εμπιστοσύνη κλονίζεται



Οι ξένοι παρατηρητές έχουν πάρει πια την κυβέρνηση... στο ψιλό. «Μοιάζει με τη Μέρα της Μαρμότας αυτό που συμβαίνει με την Ελλάδα», έγραψε σκωπτικά στο Twitter ο Σλοβάκος υπουργός Οικονομικών, για να περιγράψει ένα πρωτοφανές φαινόμενο: Να συζητούνται συνεχώς σε αλλεπάλληλες συνεδριάσεις του Eurogroup τα ίδια ακριβώς θέματα που αφορούν την Ελλάδα, να οδηγούνται οι συζητήσεις στο ίδιο αδιέξοδο και να επαναλαμβάνονται μέχρι την επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup.

Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΑΜΠΑΝΗ*

Βλέποντας όμως την κατάσταση από το εσωτερικό της χώρας και με το βλέμμα όσων είναι υποχρεωμένοι να κινούνται σε αυτή την... οικονομία της μαρμότας, η διάθεση για χιούμορ ελαττώνεται. Γιατί, όσο η κυβέρνηση βλέπει τα Eurogroup να περνούν, οι Έλληνες πολίτες, τα νοικοκυριά, οι επιχειρήσεις, βλέπουν ότι γίνεται όλο και πιο πιθανό να επαληθευθεί η «προφητεία» που είχε διατυπώσει από τις αρχές Φεβρουαρίου ο Ευκλείδης Τσακαλώτος: «Αν πάει η αξιολόγηση Μάιο- Ιούνιο, καήκαμε».

Δυστυχώς, όπως όλοι αντιλαμβανόμαστε από την καθημερινότητά μας, η απελπιστική καθυστέρηση στο κλείσιμο αυτής της «στοιχειωμένης» αξιολόγησης, αφήνει ήδη τα αποτυπώματά της στην οικονομία. Γιατί κλονίζεται η εμπιστοσύνη, με διαβρωτικές συνέπειες σε όλο το φάσμα των οικονομικών δραστηριοτήτων.

 Η διάψευση των προσδοκιών

Η εμπιστοσύνη σε αυτή την οικονομία ασφαλώς είναι είδος εν ανεπαρκεία εδώ και αρκετά χρόνια. Όμως, στο δεύτερο εξάμηνο του 2016, έχοντας κλείσει την πρώτη αξιολόγηση η κυβέρνηση έδωσε την εντύπωση ότι είχε ισχυρή πολιτική βούληση να κλείσει γρήγορα τη δεύτερη (ποιος θυμάται το ορόσημο της 5ης Δεκεμβρίου 2016;) για να ενεργοποιηθούν όλα τα ευεργετικά μέτρα που έχουν να προσφέρουν οι ξένοι δανειστές (ελάφρυνση χρέους, ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ κ.ο.κ.).

Το θετικό κλίμα που δημιουργήθηκε, αλλά άρχισε να χαλάει μετά το ναυάγιο του Eurogroup στις 5 Δεκεμβρίου, επηρέασε αμέσως το δείκτη-βαρόμετρο της εμπιστοσύνης στην οικονομία: Μετά και τη χαλάρωση των capital control για το «νέο χρήμα», σημαντικά ποσά βγήκαν από σεντούκια, στρώματα ή τράπεζες του εξωτερικού και επανήλθαν στο τραπεζικό σύστημα.

Στη συνέχεια όμως, μέσα στο πρώτο τρίμηνο αυτής της χρονιάς φάνηκε αμέσως πόσο κόστισε στην οικονομία η παταγώδης διάψευση των προσδοκιών για γρήγορη και σταθερή πρόοδο στην υλοποίηση του ελληνικού προγράμματος: Εκτιμάται ότι από το «νέο χρήμα» που κατευθύνθηκε στις τράπεζες, περίπου το 70% έχει ήδη απομακρυνθεί, με προορισμό το εξωτερικό ή τα σεντούκια.
Μέσα σε λίγους μήνες, το τραπεζικό σύστημα που αποτελεί την καρδιά της οικονομίας, πέρασε από την ευφορία σε μια νέα μορφή ασφυξίας.

Οι συνέπειες του κλονισμού της εμπιστοσύνης δεν περιορίζονται βέβαια στις τράπεζες. Είναι πολύ ευρύτερες. Δυστυχώς διατρέχουμε και πάλι τον κίνδυνο αν είναι αρνητικός ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ και κατά το α’ τρίμηνο του 2017, να φθάσουμε σε αυτό που οι οικονομολόγοι ορίζουν τεχνικά ως ύφεση (δύο διαδοχικά τρίμηνα συρρίκνωσης του ΑΕΠ).

Με ποιό προσανατολισμό;

Η κυβέρνηση μπορεί να έχει πολλές δικαιολογίες για την αποτυχία της να κλείσει τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Εδώ που έχουμε φθάσει όμως, αυτές οι δικαιολογίες μπορεί να αφορούν τον στενό κομματικό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όχι την ελληνική κοινωνία, που βλέπει μήνα με το μήνα να διαψεύδονται οι προσδοκίες για σταθεροποίηση της οικονομίας.

Οι αυταπάτες του 2015 για ένα «χαλαρό» μνημόνιο με «χαλαρή» επιτήρηση από την Κομισιόν, έχουν πλέον διαψευσθεί με πάταγο. Η κυβερνητική πλειοψηφία βρίσκεται μπροστά στις απαιτήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, τις οποίες ήδη η κυβέρνηση έχει αποδεχθεί σε μεγάλο βαθμό από τις 20 Φεβρουαρίου. Τρέμει τώρα στην ιδέα ότι εάν υπερψηφίσει ένα «πακέτο» μέτρων με τη σφραγίδα του ΔΝΤ, το κόμμα της κυβερνώσας Αριστεράς θα εξοβελισθεί από τους ψηφοφόρους στο πολιτικό περιθώριο.

Στην απελπισία της, η ηγετική ομάδα της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ ίσως να πιστεύει ότι αν η διαπραγμάτευση «συρθεί» ως τον Ιούνιο, οι βουλευτές της πλειοψηφίας δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να ψηφίσουν ό,τι φέρει στη Βουλή η κυβέρνηση, για να αποφευχθεί η χρεοκοπία της χώρας.

Ίσως πάλι να εκτιμούν -όπως ακούγεται - ότι θα μπορούσε να ξεπερασθεί ακόμη και το χρονικό όριο του Ιουλίου, αν η κυβέρνηση μαζέψει όλη τη ρευστότητα του δημόσιου τομέα για να πληρώσει τις δανειακές υποχρεώσεις, χωρίς να πάρουμε νέα δόση από το διεθνές δάνειο. Με την προοπτική (άλλη μια αυταπάτη...) ότι, αν κερδίσει το SPD στις γερμανικές εκλογές, θα έλθει το τέλος της λιτότητας στην Ευρώπη και το τέλος της παρουσίας του ΔΝΤ στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με ένα άλλο σενάριο, οδηγούν τη διαπραγμάτευση σε οριακό σημείο, τον Ιούνιο, πιστεύοντας ότι υπό την απειλή ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας, η κυβέρνηση θα υφαρπάξει πάλι, όπως και το καλοκαίρι του 2015, ψήφους της αντιπολίτευσης στο νέο μνημόνιο.

Οι επιλογές έχουν κόστος

Δεν είναι εύκολο να πιθανολογήσει κανείς με σχετική ασφάλεια, ποια πολιτικά σενάρια μπορεί να απεργάζεται μια κυβέρνηση χωρίς σταθερή γραμμή πλεύσης, η οποία ίσως και να μην ξέρει ούτε η ίδια πού θέλει να οδηγήσει τη χώρα.

Όμως, εδώ που έχουμε φθάσει, άλλα περιθώρια για τυχοδιωκτικούς πειραματισμούς δεν υπάρχουν. Καλό  είναι να μην κοπούν οι συντάξεις, να μη μειωθεί το αφορολόγητο, να επανέλθουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις. Όμως, δεν μπορείς να  τα έχεις όλα, όταν είσαι στριμωγμένος και εξαρτάσαι από τους δανειστές σου. Ούτε μπορείς να ρισκάρεις  με «εκβιασμούς» και ψευτο-μπλόφες, όταν είσαι με το ένα πόδι στο γκρεμό.

Σε τέτοιες περιπτώσεις χρειάζονται λεπτοί χειρισμοί, ειλικρινής διαπραγμάτευση και –ίσως εν τέλει – ένας έντιμος συμβιβασμός. Ας κλείσουν τη διαπραγμάτευση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Γι αυτό είναι στην κυβέρνηση. Για να παίρνουν αποφάσεις, να βρίσκουν λύσεις – και να επωμίζονται το κόστος των επιλογών τους.

• Οικονομολόγος, πρώην τραπεζικό στέλεχος

Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις