Η τελευταία τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή χτύπησε πολλά καμπανάκια και έδειξε ότι τα δύσκολα στην οικονομία βρίσκονται μπροστά μας, κόντρα στο κλίμα τεχνητής αισιοδοξίας που καλλιεργεί η κυβέρνηση.
Αρχικά η έκθεση επισημαίνει αυτό που διαπιστώνουμε λίγο πολύ όλοι μας: Το δεύτερο κύμα πανδημίας και η χαμηλότερη του αναμενομένου επίδοση του τουρισμού «αυξάνουν την αβεβαιότητα για την έκταση και την διάρκεια της κρίσης και δεν επιτρέπουν μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας».
Από την μία πλευρά, για χιλιάδες εργαζόμενους και μικροεπιχειρηματίες του κλάδου δεν θα υπάρξουν φέτος τα «αποθέματα» για μια αξιοπρεπή διαβίωση τον χειμώνα που έρχεται. από την άλλη, οι νέοι περιορισμοί που ήδη τίθενται σε εφαρμογή λόγω αύξησης των κρουσμάτων, δημιουργούν σημαντικά εμπόδια στην οικονομική δραστηριότητα.
Του ΜΑΚΗ ΝΤΟΒΟΛΟΥ
Μπορεί η ανεργία να μην έχει εκτιναχθεί ακόμη σε επίπεδα άνω του 20% αλλά σύμφωνα με την έκθεση, «η άρση των περιορισμών για τις απολύσεις ενδέχεται να προκαλέσει σημαντική αύξηση της ανεργίας στο επόμενο διάστημα».
Πώς θα κατανεμηθούν τα βάρη
Στο δημοσιονομικό πεδίο η εικόνα δεν είναι καλύτερη, καθώς για την αντιμετώπιση της πανδημίας αναγκαστικά τα πλεονάσματα έγιναν ελλείμματα. Η αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων και τα ειδικά μέτρα της ΕΚΤ δημιουργούν ευνοϊκό περιβάλλον για σημαντικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις χωρίς να αυξηθεί το κόστος δανεισμού του Δημοσίου. Θετικά επιδρούν στην εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους, σύμφωνα με την έκθεση, «το ευνοϊκό χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής, τα χαμηλά επιτόκια για τα δάνεια του δημόσιου τομέα καθώς και το υψηλό ταμειακό απόθεμα».(σ. σ όσα δηλαδή διασφαλίστηκαν από την προηγούμενη διακυβέρνηση)
Όμως κάποια στιγμή (το 2022;) το παράθυρο δημοσιονομικής και νομισματικής χαλαρότητας θα κλείσει, όπως επισήμανε εξάλλου και ο επικεφαλής του ESM κατά την πρόσφατη επίσκεψη του στην χώρα μας. Που σημαίνει ότι η κυβέρνηση πρέπει να εκπονήσει «μια μεσοπρόθεσμη στρατηγική για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας».
Τα κυβερνητικά πεπραγμένα της ΝΔ κατά τα προηγούμενα χρόνια (επί μνημονίων αλλά και παλαιότερα) δεν προδικάζουν σε καμία περίπτωση ότι ο τελικός λογαριασμός θα πληρωθεί με δίκαιο τρόπο.
Χωρίς αναπτυξιακή δυναμική
Όμως «προβληματικά» είναι και ορισμένα από τα επεκτατικά μέτρα που ήδη έχουν ληφθεί, καθώς είτε είναι προσωρινά, είτε ανεπαρκή είτε έχουν χαμηλή ή ανύπαρκτη αναπτυξιακή επίδραση. Αυτό σημειώνει με κομψό τρόπο το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, αναφέροντας στην έκθεση ότι «τα επεκτατικά μέτρα δεν πρέπει να περιοριστούν σε μεταβιβάσεις και φοροαπαλλαγές, αλλά και σε δημόσια κατανάλωση και επένδυση, καθώς τα τελευταία έχουν ισχυρότερη επίδραση στο ΑΕΠ».
Άλλοι εκφράζουν πιο έντονα τις ενστάσεις τους για την αποτελεσματικότητα των μέτρων. Όπως σημειώνει το τελευταίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, «η αύξηση της απασχόλησης δεν μπορεί να στηριχτεί στην εμπειρικά αθεμελίωτη υπόθεση ότι οριζόντιες μειώσεις των ασφαλιστικών εισφορών θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Τέτοιες μειώσεις θα έχουν ένα δεδομένο εισοδηματικό όφελος για τις επιχειρήσεις, αλλά ένα απολύτως αβέβαιο αποτέλεσμα για την αύξηση των επενδύσεων και των θέσεων εργασίας πέραν των αρνητικών συνεπειών στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών πρέπει να ακολουθεί την αύξηση της απασχόλησης και να επιβραβεύει την κοινωνικά υπεύθυνη και δημιουργική επιχειρηματικότητα».
Κοινωνικό κράτος
Η έκθεση του Γραφείου του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή επισημαίνει, ακόμη, τον κίνδυνο «αντιστροφής όσων έχουν συντελεστεί, ιδιαίτερα στη διετία 2018-19, όσον αφορά το ποσοστό φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού». Και καθώς οι μνήμες από την κοινωνική καταστροφή των μνημονίων είναι πρόσφατες, η ανάγκη για ισχυρό κοινωνικό κράτος καθίσταται πολύ πιο έντονη.
Αυτό σε δημοσιονομικούς όρους σημαίνει, σύμφωνα με το Δελτίο του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, ότι «η προσαρμογή του πρωτογενούς ελλείμματος πρέπει να ακολουθήσει τη δυναμική της μεγέθυνσης. Επιλογές ταχείας προσαρμογής είναι πιθανό να μας οδηγήσουν ξανά στον φαύλο κύκλο χρέος-ύφεση-αστάθεια».