Με άνοδο έκλεισαν, απόψε, οι ευρωαγορές, ωθούμενες από τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Τα μεγάλα χρηματιστήρια της Γηραιάς Ηπείρου σημείωσαν κέρδη, καθώς καθώς δίχως διαφοροποίηση σε 0,00%, 0,25% και -0,50% αντιστοίχως, κρατά το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Επίσης, το Διοικητικό Συμβούλιο σημειώνει ότι υποστηρίζοντας τον στόχο πληθωρισμού στο 2% και σε ευθυγράμμιση με τη στρατηγική νομισματικής πολιτικής περιμένει πως τα επιτόκια θα διατηρηθούν στο τρέχον ή σε χαμηλότερο επίπεδο έως ότου δει τον πληθωρισμό να φτάνει στον παραπάνω στόχο. Ουσιαστικά, η ΕΚΤ αποδέχεται την πιθανότητα ο πληθωρισμός να κινηθεί ακόμη και μέτρια πάνω από το 2% για κάποιο διάστημα. Στην ανακοίνωσή υπογραμμίζεται ότι περιμένει τα επιτόκια να παραμείνουν «στα σημερινά ή χαμηλότερα επίπεδα μέχρι να δει τον πληθωρισμό να φτάνει το 2% πολύ μπροστά από το τέλος του ορίζοντα προβλέψεων και διατηρήσιμα για το υπόλοιπο της περιόδου πρόβλεψης, και κρίνει ότι η πραγματοποιηθήσα πρόοδος στον υποκείμενο πληθωρισμό είναι επαρκώς ενισχυμένη για να συνάδει με την σταθεροποίηση του πληθωρισμού στο 2% μεσοπρόθεσμα» και προσθέτει πως «μπορεί επίσης να υιοθετήσει μια μεταβατική περίοδο στην οποία ο πληθωρισμός είναι μέτρια πάνω από το στόχο». Παράλληλά, τονίζεται ότι θα συνεχίσει τις αγορές ομολόγων με ταχύτερο ρυθμό από τους πρώτους μήνες του 2021. To Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει το έκτακτο πρόγραμμα αντιμετώπισης της πανδημίας (PEPP), συνολικού ύψους 1,85 τρισ. ευρώ, έως τον Μάρτιο του 2022 και, σε κάθε περίπτωση, μέχρις ότου κρίνει ότι η κρίση του κορωνοϊού έχει λήξει.
"Η προοπτική του πληθωρισμού παραμένει χαμηλότερα του στόχου", δήλωσε, μεταξύ άλλων, η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, σε συνέντευξη Τύπου μετά τη συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής τράπεζας, συμπληρώνοντας ότι το αναθεωρημένο guidance της κεντρικής τράπεζας υπογραμμίζει τη δέσμευση για διατήρηση διευκολυντικής στάσης, ενώ σημείωσε πως η μετάλλαξη Δέλτα φέρνει αυξημένη αβεβαιότητα. Η ίδια είπε ότι η άνοδος του πληθωρισμού αναμένεται να είναι προσωρινή, ενώ μεσοπρόθεσμα η προοπτική του είναι υποτονική. «Ο πληθωρισμός αναμένεται να αυξηθεί σταδιακά μεσοπρόθεσμα, αν και αναμένεται χαμηλότερα του στόχου». Εως τις αρχές του 2022, η επίπτωση των προσωρινών παραγόντων πρέπει να υποχωρήσει, δήλωσε. Μετά την απόφαση αναθεώρησης του στόχου πληθωρισμού από «κάτω, αλλά κοντά στο 2%», στο συμμετρικό 2% πριν από λίγες ημέρες, στη σημερινή συνέντευξη Τύπου η Λαγκάρντ ανέφερε ότι η υπέρβαση του στόχου θα είναι συμπτωματική και όχι εσκεμμένη. Η οικονομία είναι σε πορεία για ισχυρή ανάπτυξη το τρίτο τρίμηνο, η μεταποίηση αναμένεται ισχυρή, ενώ το άνοιγμα της οικονομίας υποστηρίζει τις υπηρεσίες. Ωστόσο, η μετάλλαξη Δέλτα θα μπορούσε να αποδυναμώσει την ανάκαμψη των υπηρεσιών. Επσήμεν ότι η τράπεζα πρέπει να διατηρήσει τους όρους χρηματοδότησης για όλους τους τομείς της οικονομίας, προκειμένου να είναι σε θέση να μετατρέψει την τρέχουσα ανάκαμψη σε «διαρκή επέκταση και να αντισταθμίσει τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας στον πληθωρισμό». Kανείς δεν θέλει πρόωρη σύσφιξη, σημείωσε η κα Λαγκάρντ, προσθέτοντας ότι δεν συζητήθηκε το μέλλον του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων (PEPP) ούτε και το TLTRO, ενώ υπήρξαν λίγες διαφωνίες όσον αφορά το νέο guidance.
Η επιχειρηματική δραστηριότητα στην ευρωζώνη αναπτύχθηκε με τον ταχύτερο μηνιαίο ρυθμό των τελευταίων 2 και πλέον δεκαετιών τον Ιούλιο, καθώς η χαλάρωση περισσότερων μέτρων του lockdown έδωσε ώθηση στον τομέα υπηρεσιών, αν και οι φόβοι για νέο κύμα μολύνσεων έπληξαν την επιχειρηματική εμπιστοσύνη, σύμφωνα με έρευνα. Με τους ρυθμούς εμβολιασμού να επιταχύνονται και το βάρος στις υγειονομικές υπηρεσίες να μειώνεται, οι κυβερνήσεις ήραν κάποιους από τους περιορισμούς που επέβαλαν σε μια προσπάθεια να ανακόψουν την εξάπλωση του ιού, απελευθερώνοντας τη ζήτηση που είχε συσσωρευτεί. Ο προκαταρκτικός σύνθετος δείκτης υπευθύνων προμηθειών (PMI) της Markit, που θεωρείται καλός δείκτης της κατάστασης της οικονομίας, σκαρφάλωσε στις 60,6 μονάδες τον Ιούλιο από τις 59,5, το υψηλότερο επίπεδό του από τον Ιούνιο του 2000. Η τιμή είναι πάνω από το όριο των 50 μονάδων που διαχωρίζει την ανάπτυξη από τη συρρίκνωση καθώς και υψηλότερα από τις 60,0 μονάδες που προέβλεψαν αναλυτές σε έρευνα του Reuters. Ο PMI που καλύπτει τον τομέα υπηρεσιών κατέγραψε άλμα στις 60,4 μονάδες από τις 58,3, το υψηλότερο επίπεδο από τον Ιανουάριο του 2006 και υψηλότερα από τις 59,5 που προέβλεπαν αναλυτές σε έρευνα του Reuters. Ο δείκτης PMI για τον τομέα της μεταποίησης σημείωσε μικρή πτώση από το επίπεδο ρεκόρ του Ιουνίου των 63,4 μονάδων στις 62,6. Ο δείκτης παραγωγής υποχώρησε στις 60,9 από τις 62,6 μονάδες. Ωστόσο η εξάπλωση του ιδιαιτέρως μεταδοτικού στελέχους Δέλτα του κορονοϊού επηρέασε περαιτέρω τις εφοδιαστικές αλυσίδες που έχουν ήδη διαταραχθεί και οδήγησε σε άλμα τις τιμές για τις πρώτες ύλες που χρειάζονται τα εργοστάσια. Ο δείκτης τιμών εισροών διατηρήθηκε στο επίπεδο ρεκόρ του Ιουνίου στις 88,5 μονάδες. Η αύξηση των κρουσμάτων και οι φόβοι για ένα ακόμα κύμα πανδημίας επηρέασαν τη συνολική εμπιστοσύνη. Ο σύνθετος δείκτης μελλοντικής παραγωγής υποχώρησε στις 67,8 από τις 71,9 μονάδες, το χαμηλότερο επίπεδο από τον Φεβρουάριο.
Ειδικότερα, ο Stoxx Europe 600 τερμάτισε περίπου στις 461.38 μονάδες, καταγράφοντας αύξηση σχεδόν 1.06%.
Ο Euro Stoxx 50 έκλεισε στις 4,109.24 μονάδες, με κέρδη 1.24%.
Παράλληλα, ο βρετανικός FTSE 100 άγγιξε τις 7,028.5 μονάδες, ανεβαίνοντας 0.86%.
Ο γερμανικός DAX κινήθηκε στις 15,668.95 μονάδες, με άλμα 1%.
Ο γαλλικός CAC 40 όντας στις 6,568.82 μονάδες, ενισχύθηκε κατά 1.35%.
Ο ιταλικός FTSE MIB έφτασε στις 25,118.5 μονάδες, με άνοδο 1.26%.
Κλείνοντας, ο ισπανικός IBEX 35 βρέθηκε στις 8,719 μονάδες, αυξανόμενος κατά 1.13%.