Πολιτική

Συνάντηση Αχτσιόγλου - ΕΣΕΕ στο πλαίσιο του κοινωνικού διαλόγου


 Συνάντηση είχε σήμερα η Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης & Κοινωνικής Αλληλεγγύης κ. Έφη Αχτσιόγλου, με αντιπροσωπία της ΕΣΕΕ, όπου βστο επίκεντρο βρέθηκαν τα εργασιακά. 

Ειδικότερα, από την πλευρά της ΕΣΕΕ, εκπρόσωποι ήταν ο ο Πρόεδρος κ. Βασίλης Κορκίδης, ο Γενικός Γραμματέας κ. Γιώργος Καρανίκας και ο Αντιπρόεδρος κ. Νίκος Μπόνης και τα θέματα που συζητήθηκαν κατά τη διάρκεια της συνάντησης ήταν η επεκτασιμότητα των συλλογικών συμβάσεων, η διαιτησία και η αλλαγή στην αρχιτεκτονική του προστίμου για την αδήλωτη εργασία.

Παράλληλα, η Υπουργός υποστήριξε ότι για να ισχυροποιηθεί η θέση της εργασίας και να αλλάξουν οι προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής, θα πρέπει να ισχύσουν τρεις βασικές προϋποθέσεις, όπως να επανέλθουν οι βασικές αρχές των συλλογικών διαπραγματεύσεων (επεκτασιμότητα και αρχή ευνοϊκότερης ρύθμισης), να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός και να καταπολεμηθεί η παραβατικότητα στους χώρους εργασίας.

Σε ό,τι αφορά την επεκτασιμότητα των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, μετά τη λήξη των μνημονίων γίνεται άρση της αναστολής της επέκτασης και επανέρχεται σε ισχύ η δυνατότητα του Υπουργού να επεκτείνει την καθολική εφαρμογή των κλαδικών συμβάσεων εργασίας, με την προϋπόθεση ότι, οι εργοδοτικές οργανώσεις που την υπογράφουν, εκπροσωπούν το 51% των εργαζομένων στον κλάδο. Διευκρινίστηκε, βεβαίως, ότι για τους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους και τα θεσμοθετημένα τριτοβάθμια όργανα δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης της αντιπροσωπευτικότητάς τους, η οποία επιβεβαιώνεται από πολλές πηγές και από τον νόμο.

Αναφορικά με την υποχρεωτική διαιτησία, υπέρ της οποίας έχει αποφασίσει θετικά το Συμβούλιο της Επικρατείας, αναμένεται από το Υπουργείο μία νομική μελέτη για τον ρόλο της διαιτησίας, η οποία θα υποβληθεί επίσης προς τους κοινωνικούς εταίρους για παρατηρήσεις και σχολιασμό. Η ΕΣΕΕ εξέφρασε τη θέση ότι απαιτούνται βελτιωτικές αλλαγές και επικαιροποίηση του νόμου 1876/1990, με την αναγκαία έμφαση να δίνεται στο πεδίο της επαναφοράς των κλαδικών συμβάσεων και σε ένα σύστημα μεσολάβησης, το οποίο θα δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην απευθείας διαπραγμάτευση των κοινωνικών εταίρων, παρά στην διαιτησία. Στο πλαίσιο αυτό, ο ΟΜΕΔ παραμένει ένα χρήσιμο εργαλείο στην διάθεση των Κοινωνικών Εταίρων, το οποίο εξασφαλίζει δικαιώματα και υποχρεώσεις.

Η ΕΣΕΕ, κατά την διάρκεια της συνάντησης, επανέφερε την πάγια πρόταση που έχει καταθέσει για την σταδιακή αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού σε δύο χρονικά και ποσοτικά στάδια, τα οποία θα απέχουν τουλάχιστον ένα έτος μεταξύ τους, κατά το πρότυπο των Εθνικών Γενικών Συλλογικών Συμβάσεων του 2008 και του 2010 (ΕΓΣΣΕ 2008: 680,59 €, ΕΓΣΣΕ 2010: 751,39 €). Η Συνομοσπονδία θεωρεί ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα ενισχύσει την κατανάλωση, θα αυξήσει τον τζίρο των επιχειρήσεων και θα επιταχύνει την αύξηση της απασχόλησης, η οποία είναι και το ζητούμενο σήμερα.

Σε ό,τι αφορά την αναπροσαρμογή του υψηλότατου προστίμου των 10.550 € για την αδήλωτη εργασία, η Συνομοσπονδία πρότεινε αφενός την επαναφορά του προστίμου σε ρεαλιστικά επίπεδα, αφετέρου ένα σύστημα προοδευτικής απομείωσής του, στην περίπτωση που η επιχείρηση προχωρήσει στην πρόσληψη του εργαζόμενου. Μάλιστα, εφόσον η πρόσληψη του αδήλωτου εργαζόμενου γίνεται με σύμβαση αορίστου χρόνου, η ΕΣΕΕ πρότεινε το πρόστιμο να περιορίζεται στο ελάχιστο γενικώς επιβαλλόμενο από το ΣΕΠΕ. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός αυτονόητα θα περιλαμβάνει εξατομικευμένα κριτήρια, όπως η διάρκεια της σύμβασης αορίστου χρόνου που θα συνδέεται με το ύψος του προστίμου, η γενικότερη εικόνα της επιχείρησης, ο βαθμός της παράβασης, η εποχικότητα κ.λπ. Το Υπουργείο δεσμεύτηκε να μελετήσει την πρόταση της ΕΣΕΕ.

Ο Πρόεδρος της ΕΣΕΕ κ. Βασίλης Κορκίδης δήλωσε σχετικά: «Μία κλαδική σύμβαση δεν σημαίνει αυτόματα και αύξηση των μισθών, ούτε η επεκτασιμότητα δημιουργεί προβλήματα στον κλάδο του εμπορίου. Σε πολλούς, μάλιστα, κλάδους της αγοράς, μία κλαδική σύμβαση δεν επιβαρύνει με κάτι επιπλέον τον εργοδότη από αυτά που πληρώνει σήμερα. Σαφέστατα, μετά από τρία μνημόνια υπάρχουν κάποιες τεχνικές δυσκολίες, οι οποίες, όμως, μπορούν να ξεπεραστούν από εμάς τους ίδιους τους κοινωνικούς εταίρους. Η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων απαιτεί σύνεση και συναίνεση, ενώ αποτελεί μια ευθύνη, την οποία η ΕΣΕΕ ως τριτοβάθμια οργάνωση και κοινωνικός εταίρος διαθέτει. Η θέση και η στάση μας όλα αυτά τα χρόνια ήταν να διορθωθούν τα κακώς κείμενα, αλλά με προσοχή, ώστε από την υπερβολή να μην φτάσουμε στην κατάργηση».