«Το μάθημα (που πήραμε) είναι σαφές: πρέπει να δράσουμε μαζί», τόνισε ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μαργαρίτης Σχοινάς, στην εισαγωγική του ομιλία κατά τη 2η Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για τη Διαχείριση των Συνόρων, που πραγματοποιείται σήμερα και αύριο στην Αθήνα, με τη συμμετοχή εκπροσώπων κυβερνήσεων κρατών μελών της ΕΕ, του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) και Ευρωπαϊκών Οργανισμών (Frontex, Europol, EUAA κ.λπ.)
Η Διάσκεψη «έρχεται σε μια πολύ επίκαιρη στιγμή μετά τη συζήτηση των ηγετών για τη μετανάστευση τον Φεβρουάριο (στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο)», είπε, υπενθυμίζοντας ότι οι ηγέτες των 27 στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναγνώρισαν «ξεκάθαρα τη μετανάστευση ως ευρωπαϊκή πρόκληση, που απαιτεί ευρωπαϊκή απάντηση».
«Αυτή είναι η σωστή και μοναδική προσέγγιση», υπογράμμισε, προσθέτοντας ότι «μόνο μια ευρωπαϊκή απάντηση κατέστησε δυνατή την ήττα των υβριδικών επιθέσεων εναντίον της ΕΕ τα τρία τελευταία χρόνια, στα ελληνοτουρκικά σύνορα στον Έβρο, στη Λευκορωσία και άλλες περιοχές. Και, όπως είπε, σήμερα, είμαστε μαζί και μπορούμε να ενεργούμε ως Ευρωπαίοι, καταφέραμε να διαχειριστούμε αυτές τις δυσάρεστες καταστάσεις.
«Τώρα είμαστε προετοιμασμένοι, τώρα ξέρουμε, και τώρα είμαστε έτοιμοι να ανταπεξέλθουμε σε κάθε παρόμοια κατάσταση, που θα προκύψει στο μέλλον», συμπλήρωσε.
«Και μόνο μια ευρωπαϊκή απάντηση θα μας επιτρέψει να διαχειριστούμε σωστά τη μετανάστευση», είπε.
Συγκεκριμένα, ο κ. Σχοινάς, αρμόδιος αντιπρόεδρος για την Προώθηση του Ευρωπαϊκού Τρόπου Ζωής, αναφέρθηκε λεπτομερώς στους δύο βασικούς άξονες, βάσει των οποίων πρέπει να ενεργήσει η ΕΕ και με τους οποίους συμφώνησαν οι 27 ηγέτες, έπειτα από την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: δηλαδή ότι πρέπει να κινηθεί και σε νομοθετικό και σε επιχειρησιακό επίπεδο.
Για τον «νομοθετικό δρόμο», τόνισε ότι μόνο μια συνολική ανανέωση του νομικού πλαισίου μπορεί να προσφέρει μια ισχυρή και βιώσιμη βάση για τη δράση της ΕΕ και ότι «Σύμφωνο για τη Μετανάστευση( παραμένει η νούμερο ένα προτεραιότητά μας», είπε και υπογράμμισε ότι «πρέπει όλοι να παραμείνουμε πλήρως δεσμευμένοι στην ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων πριν από το τέλος αυτής της θητείας – έως τον Φεβρουάριο του 2024». Μάλιστα, όπως είπε, «δεν απέχουμε πολύ από τη συμφωνία» και «αν συνεχίσουμε με την ίδια δυναμική που είχαμε μέχρι τώρα μπορούμε να τα καταφέρουμε».
«Τώρα είναι η ώρα να τελειοποιήσουμε ορισμένες από τις νέες ιδέες που έχουν αναδυθεί τις τελευταίες εβδομάδες, εξετάζοντας πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε πράγματα, όπως η συνοριακή διαδικασία να έχει ενσωματωμένη αρκετή ευελιξία (δηλαδή εκ της οργάνωσής της), έτσι ώστε τα κράτη μέλη πρώτης γραμμής να καλούνται να κάνουν μόνο ό,τι οι ικανότητές τους επιτρέπουν», είπε, προσθέτοντας ότι, για τον ίδιο, είναι σαφές πως, ό,τι κι αν αποφασιστεί, «πρέπει να ακολουθηθεί η ίδια ισορροπημένη προσέγγιση που περιγράφεται για τον μηχανισμό αλληλεγγύης και για την ευθύνη και τη συνοριακή διαδικασία».
«Και βασιζόμαστε σε όλους εσάς για να ανταποκριθούμε στην πρόκληση», τόνισε, απευθυνόμενος τους εκπροσώπους των κυβερνήσεων που παραβρέθηκαν στο δείπνο εργασίας της 2η Διάσκεψης για το Διαχείριση των Ευρωπαϊκών Συνόρων, όπως, επίσης, και στη σημερινή σουηδική Προεδρία της ΕΕ, αλλά στην επερχόμενη από την 1η Ιουνίου του 2023 ισπανική Προεδρία ίου 2023), όπως είπε.
Σχετικά με τον επιχειρησιακό άξονα πάνω στον οποίο θα πρέπει να κινηθεί η ευρωπαϊκή πολιτική για το μεταναστευτικό και την αντιμετώπιση των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ΕΕ σήμερα, είπε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εργάζεται τώρα για να εξασφαλίσει τη συνέχεια των κατευθυντήριων γραμμών που έδωσαν οι 27 ηγέτες, καθώς στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (του Φεβρουαρίου) είχαν «μια ανοιχτή και ειλικρινή συζήτηση σχετικά με τις προκλήσεις και τα μέτρα που πρέπει να δοθεί προτεραιότητα βραχυπρόθεσμα», μετά και τη σχετική επιστολή που τους είχε αποστείλει η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Και, όπως είπε, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα επανέλθει με τις προτάσεις της μέσα στον Μάρτιο.
Αναφερόμενος συγκεκριμένα για τον «επιχειρησιακό άξονα», μίλησε για «ενίσχυση των εξωτερικών συνόρων», για «διασφάλιση της αλληλεγγύης», για «επιτάχυνση των συνοριακών διαδικασιών και επιστροφής» και για «ενίσχυση της συνεργασίας με τις χώρες προέλευσης και διέλευσης».
«Ας μου επιτρέψετε να είμαι απολύτως ξεκάθαρος για το θέμα των συνόρων», είπε δεν υπάρχει Ευρωπαϊκή Μεταναστευτική Πολιτική και Πολιτική Ασύλου χωρίς ισχυρή και αποτελεσματική διαχείριση των συνόλων.
Τα εξωτερικά σύνορα δεν είναι εθνικά, αλλά πραγματικά ευρωπαϊκά, είπε, και τόνισε ότι «πρέπει να τα ενισχύσουμε και να αποτρέψουμε την παράτυπη μετανάστευση» και ότι «είμαστε έτοιμοι να αυξήσουμε την παρουσία της Frontex», για παράδειγμα, και στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων μέσω συμφωνιών.
Μίλησε για συνεργασία με τα ενδιαφερόμενα μέλη «για ανάπτυξη πιλοτικών προγραμμάτων που παρουσιάζουν καλές πρακτικές σχετικά με τις συνοριακές διαδικασίες, ενεργώντας ως πρόδρομος του Νέου Συμφώνου», κάτι που είναι «η ευκαιρία για εμάς να αποδείξουμε τι λειτουργεί και τι όχι στην πραγματικότητα».
Υπεραμύνθηκε, δε, της υποστήριξης των κρατών μελών για «λήψη γρήγορων αποφάσεων, έτσι ώστε τα άτομα που χρειάζονται προστασία να αναγνωρίζεται γρήγορα το καθεστώς τους, ενώ να επιστρέφουν εκείνα που δεν χρειάζονται προστασία».
Οποιαδήποτε μέθοδος διαχείρισης των συνόρων πρέπει να αποτελεί μέρος μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης για τη διαχείριση των συνόρων – ένα μόνο στοιχείο από μόνο του δεν επιλύει το πρόβλημα – πρέπει να υπάρχει ένα ολόκληρο σύστημα και ότι αυτό περιλαμβάνει επίσης αυξημένη υποστήριξη από τον Frontex.
Εν αναμονή ενός μόνιμου μηχανισμού μέσω του Συμφώνου, πρέπει επίσης να συνεχίσουμε να εντείνουμε την εφαρμογή του Εθελοντικού Μηχανισμού Αλληλεγγύης, είπε σε άλλο σημείο της ομιλίας του, προειδοποιώντας ότι «πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για τη θερινή περίοδο και να διασφαλίσουμε ότι υπάρχουν επαρκείς δεσμεύσεις και ότι αυτές εκτελούνται στην πράξη». Και αμέσως προσέθεσε: «Τα κράτη μέλη πρώτης γραμμής χρειάζονται τη βεβαιότητα ότι ο Εθελοντικός Μηχανισμός Αλληλεγγύης θα αποδώσει τόσο σε δεσμεύσεις μετεγκατάστασης όσο και σε οικονομικές συνεισφορές, οικοδομώντας προς το νέο, μόνιμο σύστημα στο πλαίσιο του Συμφώνου».
Επιτάχυνση των συνοριακών διαδικασιών και επιστροφής
«Είναι ξεκάθαρο για όλους ότι πρέπει να πάμε καλύτερα στις επιστροφές. Χρειαζόμαστε μια κοινή ευρωπαϊκή προσέγγιση για ταχύτερες και αξιοπρεπείς επιστροφές», τόνισε, καθώς δεν είναι φυσιολογικό το ποσοστό επιστροφής να κυμαίνεται κατά μέσο όρο μόλις στο 20% σε ολόκληρη την ΕΕ ή ότι μόνο το 16% των αποφάσεων επιστροφής παρακολουθείται ακόμη και με αίτημα επανεισδοχής».
Υπογράμμισε ότι πρέπει να αξιοποιηθούν τα εργαλεία που ήδη υπάρχουν, όπως, για παράδειγμα, ο Frontex, ότι πρέπει να υπάρξει μια αλλαγή κουλτούρας στον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούνται οι επιστροφές, «όπου οι προσπάθειες της ΕΕ και οι εθνικές προσπάθειες αλληλοσυμπληρώνονται και υποστηρίζονται».
Επίσης, υπενθύμισε ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε τα κράτη μέλη «να εφαρμόσουν την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων επιστροφής», τονίζοντας ότι «η απόφαση επιστροφής που λαμβάνεται από ένα κράτος μέλος πρέπει να ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη» και ότι «από τον επόμενο μήνα τίθεται σε λειτουργία το Πληροφοριακό Σύστημα Σένγκεν και θα αποτελέσει βασικό εργαλείο για το σκοπό αυτό».
Επιπλέον, ενημέρωσε τους εκπροσώπους των κυβερνήσεων ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πριν από το επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (του Μαρτίου), θα εγκρίνει μια νέα σύσταση, ώστε τα κράτη μέλη να μπορούν να κάνουν χρήση αυτών των νέων δυνατοτήτων», και θα αφορά και την καθολική (ολοκληρωμένη, σε όλα τα κράτη) χρήση της έννοιας της «ασφαλούς χώρας».
Τέλος, και ολοκληρώνοντας τα εναρκτήρια σχόλια του, ο κ. Σχοινάς, είπε ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί σωστά η μετανάστευση χωρίς «αυξημένη συνεργασία με τις χώρες προέλευσης και διέλευσης» και ότι «χρειαζόμαστε μια win-win συνεργασία» με αυτά. Συνεργασία που θα αφορά από την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου, την ενίσχυση των επιστροφών και επανεισδοχής παράτυπων μεταναστών, μέχρι και τη συνεργασία για «φιλόδοξες νόμιμες οδούς» και τις «Συμφωνίες Δεξιοτήτων (Talent Partnerships), ενισχύοντας έτσι «τη διεθνή κινητικότητα και την ανάπτυξη δεξιοτήτων με αμοιβαία επωφελή τρόπο».
Ο κ. Σχοινάς είπε, επίσης, ότι, στην Κεντρική Μεσόγειο, υπάρχει η ετοιμότητα (από την πλευρά της ΕΕ) για ενίσχυση των συνόρων και των ικανοτήτων έρευνας και διάσωσης στη Λιβύη, την Τυνησία και την Αίγυπτο, σε στενή συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και τον ΔΟΜ, και ανακοίνωσε ότι ο ίδιος -και συνάδελφοί του επίτροποι- θα επισκεφτούν τις επόμενες εβδομάδες «μια σειρά από χώρες προέλευσης και διέλευσης προτεραιότητας για να ενισχύσουμε περαιτέρω τη δέσμευσή μας», όπως είπε, διευκρινίζοντας, ωστόσο, ότι «για ένα τόσο πολυδιάστατο φαινόμενο «χρειαζόμαστε μια συνολική (δια)κυβερνητική προσέγγιση και μια ενιαία φωνή που θα μιλήσει για την ΕΕ».
«Γνωρίζουμε ότι συζητάμε για τρίτες χώρες, υπάρχουν ανταγωνιστικές προτεραιότητες, αλλά κάθε απόφαση πολιτικής μας πρέπει επίσης να ελέγχεται συστηματικά σε σχέση με τους στόχους διαχείρισης της μετανάστευσης», είπε και κάλεσε τους εκπροσώπους κυβερνήσεων να συνοδεύσουν τον ίδιο ή τους συναδέλφους του επιτρόπους στα ταξίδια αυτά, αλλά να μεταφέρουν και στις κυβερνήσεις τους όταν συζητάνε συμφωνίες με τρίτες χώρες να λαμβάνουν υπόψη τη μετανάστευση.
Οι εργασίες της Διάσκεψης συνεχίζονται και αύριο, Παρασκευή.