Ακόμη και αν κοπάσει στο Euro Working Group, στις 12 Ιανουαρίου, η... τρικυμία σε ποτήρι για τις έκτακτες παροχές Τσίπρα (το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών δεν αποκλείεται να βρει νέες προφάσεις για να αφήσει το θέμα ανοικτό), η επόμενη διαπραγμάτευση με τους Θεσμούς στην Αθήνα, που αναμένεται ότι θα γίνει μετά τις 15 Ιανουαρίου, προδιαγράφεται «εκρηκτική» και δημιουργεί φόβους για σοβαρή εμπλοκή της δεύτερης αξιολόγησης.
Στους κόλπους της κυβέρνησης επικρατεί έντονη ανησυχία για τις επόμενες κινήσεις του Πόουλ Τόμσεν στη διαπραγματευτική σκακιέρα, καθώς ο «σκληρός» Δανός τεχνοκράτης του ΔΝΤ έχει πλέον «στρωμένο έδαφος» από τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, προκειμένου να φέρει στο τραπέζι των συζητήσεων όλες τις προτάσεις του για τις συντάξεις και τους άμεσους φόρους με λογική “take it or leave it”, παρότι κατ’ επανάληψη τις έχει απορρίψει η ελληνική πλευρά.
Στις διαπραγματεύσεις με τους Θεσμούς, τον Ιανουάριο, όπως εκτιμούν πηγές που γνωρίζουν καλά το πλαίσιο συζητήσεων, είναι ορατός ο κίνδυνος να κεφαλαιοποιήσει ο Π. Τόμσεν την αρνητική, για την ελληνική πλευρά, έκβαση της συνεδρίασης του Eurogroup, στις 5 Δεκεμβρίου, όπου η άκαμπτη στάση του Β. Σόιμπλε οδήγησε όχι μόνο στη ματαίωση των συζητήσεων για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, αλλά και στην απόρριψη των επίμονων ελληνικών εκκλήσεων για χαλάρωση της λιτότητας μετά το 2018.
Η παράγραφος - κλειδί
Η παράγραφος του κοινού ανακοινωθέντος που λύνει τα χέρια του Π. Τόμσεν για να αξιώσει μεγάλες περικοπές στις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις και μείωση του αφορολόγητου ορίου είναι αυτή που επαναλαμβάνει ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ θα πρέπει να επιτευχθεί το 2018 και «να διατηρηθεί μεσοπρόθεσμα».
Επίσης, ότι «για να διασφαλισθεί η συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς στόχους με βιώσιμο τρόπο μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, οι ελληνικές αρχές δεσμεύονται να συμφωνήσουν με τους Θεσμούς σε μηχανισμό και σε διαρθρωτικά μέτρα που θα διασφαλίζουν τη συμμόρφωση».
Αυτές οι αναφορές στο ανακοινωθέν εκφράζονται φόβοι ότι θα αξιοποιηθούν για μια πολύ σκληρή επίθεση από την εκπρόσωπο του ΔΝΤ, Ντέλια Βελκουλέσκου, στην επικείμενη διαπραγμάτευση στην Αθήνα.
Παρότι η Κομισιόν ουσιαστικά έχει κλείσει τις συζητήσεις για τη δεύτερη αξιολόγηση με την ελληνική κυβέρνηση, αποδεχόμενη ότι για να διασφαλισθούν τα πλεονάσματα μετά το 2018 θα είναι αρκετή μια χρονική επέκταση της ισχύος του δημοσιονομικού «κόφτη», το ΔΝΤ αναμένεται να ξεκαθαρίσει ότι διαφωνεί με αυτή την προσέγγιση και να αξιώσει «βιώσιμα μέτρα», με τα δικά του κριτήρια, που θα νομοθετηθούν εκ των προτέρων.
Όπως έχει τονίσει ο Π. Τόμσεν, στο γνωστό άρθρο που δημοσίευσε πρόσφατα, το Ταμείο θεωρεί ότι «μια ανοιχτή μακροπρόθεσμη δέσμευση για πολύ ψηλά πλεονάσματα απλά δεν είναι αξιόπιστη».
«Αν όμως η Ελλάδα και οι Ευρωπαίοι εταίροι της συμφωνήσουν για έναν βραχυπρόθεσμο στόχο πλεονάσματος της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ», έγραφε ο κ. Τόμσεν, «υπάρχουν δύο θέματα που ενδιαφέρουν το ΔΝΤ. Πρώτον, πρέπει να υπάρχει ένα αξιόπιστο πρόγραμμα για το πώς θα σπρωχτεί το πλεόνασμα πάνω από το 1,5% του ΑΕΠ. Αυτό θα απαιτήσει σοβαρά πρόσθετα μέτρα τα οποία δεν έχουν ακόμη δρομολογηθεί. Δεύτερον, η αξιοπιστία απαιτεί την νομοθέτηση αυτών των μέτρων εκ των προτέρων ώστε να μην υπάρξει καμία αμφιβολία για την πολιτική αποφασιστικότητα της Ελλάδας να ξεπεράσει την αντίσταση των κατεστημένων συμφερόντων που έχουν εμποδίσει την εφαρμογή του προγράμματος στο παρελθόν».
Τελικός κριτής το Eurogroup
Η ελληνική πλευρά αναμένεται να «οχυρωθεί» έναντι του Ταμείου, υποστηρίζοντας ότι στο ίδιο ανακοινωθέν του Eurogroup μνημονεύεται ρητά ότι η δεύτερη αξιολόγηση θα συζητηθεί με βάση το πλαίσιο της συμφωνίας του περασμένου καλοκαιριού, ενώ οι απαιτήσεις του Ταμείου ξεφεύγουν από αυτό το πλαίσιο, άρα δεν θα πρέπει να συζητηθούν.
Το ασθενές σημείο αυτής της επιχειρηματολογίας, όμως, είναι γνωστό στον υπουργό Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτο, και το είχε εξηγήσει αναλυτικά στους δημοσιογράφους ανώτατο στέλεχος του υπουργείου, σε άτυπη ενημέρωση που είχε κάνει, στο περιθώριο της φθινοπωρινής συνόδου του ΔΝΤ.
Το πρόβλημα είναι ότι η κυβέρνηση είχε υποχρέωση από το μνημόνιο με τους Ευρωπαίους να καταθέσει από τον Απρίλιο του τρέχοντος έτους το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα για την περίοδο 2016 - 2020, που ξεφεύγει από το χρονικό πλαίσιο του παρόντος προγράμματος. Αφού χάθηκε η ευκαιρία να μειωθούν μετά το 2018 οι δημοσιονομικοί στόχοι, το ΔΝΤ δικαιούται να ζητήσει όλα τα μέτρα που κρίνει αναγκαίο να ληφθούν για την περίοδο 2019-2020, ακόμη και αν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν έχουν την ίδια αντίληψη.
Η τελική κρίση για το «σωστό» και το «λάθος» είναι πολιτική και θα γίνει από το Eurogroup, κάτι που δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας, αφού ο Β. Σόιμπλε έχει αποδείξει το τελευταίο διάστημα ότι προτιμά του ρόλο του... ιεροεξεταστή, από αυτόν του πολιτικού παράγοντα που ενδιαφέρεται για την επίτευξη συμβιβασμών.
Οι συσχετισμοί που διαμορφώνεται δεν επιτρέπουν αισιοδοξία ότι στις 26 Ιανουαρίου θα καταστεί δυνατό να ξεπερασθεί η σφοδρή σύγκρουση, που φαίνεται βέβαιο ότι θα εκδηλωθεί στα μέσα του επόμενου μήνα. Με τα σημερινά δεδομένα, το καλύτερο σενάριο είναι αυτό που παρουσιάσθηκε από το “Spiegel”: να «αποσύρει» η διοίκηση Τραμπ το ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα, ώστε γύρω στον Απρίλιο να «ξεκολλήσει» η δεύτερη αξιολόγηση.