Οικονομία

Σχέδια για «ξαφνικό θάνατο» μη βιώσιμων επιχειρήσεων


Ένα ακόμη βήμα προς τη σύγκλιση των πτωχευτικών καθεστώτων στις χώρες της ευρωζώνης έκανε σήμερα το Eurogroup, αν και απομένει αρκετός δρόμος ακόμη προς την επίτευξη αυτού του δύσκολου στόχου, ενώ από την πλευρά της Κομισιόν γίνεται σαφές ότι, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος ομοιόμορφης αντιμετώπισης των μη βιώσιμων επιχειρήσεων σε όλες τις χώρες, ώστε να οδηγούνται σε εξυγίανση ή σε «ξαφνικό θάνατο» δια της εκκαθάρισης με βάση κάποια κοινά κριτήρια.

Όπως προκύπτει από τις δηλώσεις του Ιρλανδού προέδρου του Eurogroup, Πασκάλ Ντόνοχιου, η συζήτηση για το θέμα των πτωχευτικών καθεστών, που είναι πολύ διαφορετικά από χώρα σε χώρα και δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στην πορεία προς την τραπεζική ένωση της ευρωζώνης, θα συνεχισθεί μέχρι να βρεθεί κοινό έδαφος για μια μεταρρύθμιση. Όμως, ο Ντόνοχιου κατέστησε σαφές ότι δεν πρόκειται να επιβληθεί η εναρμόνιση με μια νομοθετική πρωτοβουλία, δηλαδή μέσω κοινοτικής Οδηγίας που θα είναι υποχρεωτική για όλα τα κράτη, κάτι που σημαίνει ότι οδηγούμαστε σε μια «ήπια» εκδοχή σύγκλισης μέσα από πολιτικές συμφωνίες στο Eurogroup.

Δύο είναι τα βασικά ζητήματα που έχουν τεθεί σε ό,τι αφορά την πτωχευτική νομοθεσία, όπως προκύπτει από το έγγραφο της Κομισιόν που αποτέλεσε τη βάση συζητήσεων στο Eurogroup: η σύγκλιση των κανόνων στα εθνικά πτωχευτικά πλαίσια (το ελληνικό σχετικό πλαίσιο μόλις πρόσφατα αναθεωρήθηκε και έχει αρχίσει, εν μέρει, να εφαρμόζεται) και η καθιέρωση ενός μηχανισμού ενισχυμένης εποπτείας, ώστε να παρακολουθείται κεντρικά η αξία των ανακτήσεων των δανείων από τις τράπεζες και να υπάρχει ένα μέτρο της αποτελεσματικότητας των εθνικών πλαισίων πτώχευσης.

Οι δείκτες για πτώχευση 

Μάλιστα, η Κομισιόν έχει τονίσει στο έγγραφό της ότι ένα από τα βασικά στοιχεία που πρέπει να αναλυθούν στο πλαίσιο της προσπάθειας για σύγκλιση των εθνικών πτωχευτικών νόμων είναι να βρεθεί ένας κοινός ορισμός της κατάστασης αφερεγγυότητας, ώστε με βάση αυτόν να υποχρεώνεται μια επιχείρηση να ακολουθήσει την επίσημη πτωχευτική διαδικασία. Με άλλα λόγια να συμφωνηθούν κάποιοι συγκεκριμένοι οικονομικοί δείκτες, που θα οδηγούν αυτόματα μια επιχείρηση ζόμπι στην πτώχευση, κάτι που συμβαίνει ήδη, για παράδειγμα, στο γερμανικό πτωχευτικό δίκαιο, ενώ στην Ελλάδα δεν υπάρχουν τέτοιοι απόλυτοι ορισμοί και η διαδικασία πτώχευσης ενεργοποιείται με αίτημα της ίδιας της επιχείρησης ή των πιστωτών της.

Προφανές είναι ότι, αν υιοθετηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο ένας κοινός ορισμός της αφερέγγυας επιχείρησης και ενσωματωθεί στην εθνική νομοθεσία των κρατών, ώστε να δημιουργηθεί ένας αυτόματος μηχανισμός πτωχεύσεων, αυτό μπορεί να ωφελήσει τις τράπεζες, όμως ταυτόχρονα θα μπορούσε να δημιουργήσει και ένα κύμα μαζικών πτωχεύσεων, καθώς μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων σε όλες τις χώρες είναι οικονομικά εξουθενωμένες από την πανδημία.

Η Κομισιόν θέτει επίσης το ζήτημα της σύγκλισης των κανόνων για το πώς θα αντιμετωπίζονται οι περιπτώσεις απάτης σε πτωχεύσεις, πώς θα κατατάσσονται οι πιστωτές, καθώς και για τον τρόπο εμπλοκής των δικαστηρίων στις διαδικασίες. Για όλα αυτά τα θέματα, η Κομισιόν ανέφερε στο έγγραφό της ότι θα προτείνει είτε μια νομοθετική πρωτοβουλία, ή μέτρα για μια πιο «ήπια» διαδικασία σύγκλισης. Οι υπουργοί Οικονομικών, προτιμώντας να αποφύγουν μια εμπλοκή των Βρυξελλών σε ένα ευαίσθητο θέμα άσκησης εξουσίας σε εθνικό επίπεδο, απέκλεισαν τη νομοθετική πρωτοβουλία, όπως προαναφέρθηκε.

Είναι σαφές πάντως ότι το ενδιαφέρον των κυβερνήσεων της ευρωζώνης και των κοινοτικών Θεσμών μετατοπίζεται πλέον στην επόμενη ημέρα μετά την πανδημία, όπου δεν θα έχει πλέον προτεραιότητα η στήριξη των περισσότερων επιχειρήσεων για να κρατηθούν στη ζωή, αλλά η συνέχιση στήριξης επιλεκτικά μόνο σε βιώσιμες επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προσωρινές δυσκολίες, ενώ οι υπόλοιπες θα πρέπει να παίρνουν το δρόμο της πτώχευσης.

Τη σταδιακή έξοδο της ευρωζώνης από τα προγράμματα στήριξης της ρευστότητας των επιχειρήσεων με οριζόντια μέτρα και το πέρασμα σε μια εποχή στοχευμένης παροχής ρευστότητας, έχει σηματοδοτήσει η συζήτηση που έγινε τον Νοέμβριο στο Eurogroup για τη φερεγγυότητα του επιχειρηματικού τομέα, στη βάση μιας ανάλυσης που έγινε από την Κομισιόν, η οποία ανέφερε μεταξύ άλλων, ότι «καθώς τα μεγάλα μέτρα εταιρικής στήριξης αρχίζουν να λήγουν, θα υπάρχει σταδιακά ανάγκη αντικατάστασής τους με πιο στοχοθετημένα συστήματα».

Η έκθεση της Κομισιόν για την φερεγγυότητα των επιχειρήσεων

Η έκθεση της Κομισιόν τόνιζε, μεταξύ άλλων, ότι η κρίση είχε σημαντικό αντίκτυπο σε ολόκληρο τον εταιρικό τομέα, ασκώντας ιδιαίτερη πίεση στις οικονομικά ευάλωτες επιχειρήσεις και ωθώντας ορισμένες προηγουμένως υγιείς επιχειρήσεις σε οικονομικές δυσχέρειες. Χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα μέτρα κρατικής στήριξης (με εξαίρεση τα συστήματα εργασίας μικρής διάρκειας) ή ο νέος δανεισμός, το 23% των εταιρειών της ΕΕ θα είχαν αντιμετωπίσει πρόβλημα ρευστότητας έως το τέλος του 2020.

Ειδικότερα,

  • Το ποσοστό των επιχειρήσεων που βρίσκονται σε δυσχέρεια ρευστότητας μετά την εξάντληση των αποθεμάτων ασφαλείας κεφαλαίου κίνησης κυμαίνεται από το 8% του συνόλου των επιχειρήσεων στην κατασκευή ηλεκτρονικών υπολογιστών και ηλεκτρονικών έως 75% στον τομέα των υπηρεσιών στέγασης και τροφίμων.
  • Η έλλειψη ρευστότητας είναι πιθανότερο να μεταφραστεί σε ανησυχίες για τη φερεγγυότητα επιχειρήσεων που ήταν οικονομικά ευάλωτες στην αρχή της κρίσης. Αυτές οι ευάλωτες επιχειρήσεις, που καθορίζονται από την υψηλή πιθανότητα αθέτησης υποχρεώσεων πριν από την κρίση, ενδέχεται να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες δυσκολίες πρόσβασης σε πιστώσεις.
  • Για την οικονομία στο σύνολό της, σχεδόν οι μισές από όλες τις επιχειρήσεις που θα βρίσκονταν σε κίνδυνο ρευστότητας μέχρι το τέλος του 2020 λόγω του σοκ του Covid-19, είχαν ήδη υψηλό κίνδυνο αθέτησης υποχρεώσεων πριν από την κρίση και, ως εκ τούτου, είναι πιθανότερο να αντιμετωπίσουν ανησυχίες φερεγγυότητας στη συνέχεια της.
  • Σε τομεακό επίπεδο, μεταξύ των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν κινδύνους ρευστότητας κατά τη διάρκεια της πανδημίας, σχετικά λίγες επιχειρήσεις στους τομείς που επλήγησαν περισσότερο ήταν οικονομικά ευάλωτες πριν από την επιδημία του Covid-19. Για παράδειγμα, μόλις το 38% των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν κινδύνους ρευστότητας λόγω του σοκ covid-19 στον τομέα των υπηρεσιών στέγασης και τροφίμων ήταν οικονομικά ευάλωτες πριν από την εκδήλωση της πανδημίας, ενώ το 80% των επιχειρήσεων που βρίσκονται σε κίνδυνο ρευστότητας στην κατασκευή υπολογιστών και ηλεκτρονικών ήταν οικονομικά ευάλωτες πριν από την κρίση.
  • Το εύρημα αυτό στηρίζει την εκτίμηση ότι η σοβαρότητα του σοκ φαίνεται να είναι η κύρια αιτία των προβλημάτων ρευστότητας στους τομείς που επλήγησαν σκληρά, ενώ τα βασικά μεγέθη των επιχειρήσεων είναι εκείνα που επηρεάζουν πρωτίστως την ικανότητά τους να ξεπεράσουν το σοκ στους λιγότερο επηρεαζόμενους τομείς.
  • Οι διαφορές μεταξύ των χωρών στην πιθανότητα κινδύνου ρευστότητας απορρέουν από ένα συνδυασμό παραγόντων όπως, για παράδειγμα, η δομή παραγωγής των χωρών, η έκθεση στην πανδημία και η ισχύς των μέτρων περιορισμού.
  • Λιγότερο από το 20% των επιχειρήσεων διαπιστώνεται ότι αντιμετωπίζουν κινδύνους ρευστότητας στην Αυστρία, τη Δανία, τη Γερμανία, τη Λιθουανία, το Λουξεμβούργο και τη Ρουμανία, ενώ το 30% ή περισσότερο θα αντιμετωπίσουν κινδύνους στο Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Λετονία, τη Σλοβακία και την Ισπανία.
  • Καθώς εξελίσσεται η κρίση covid-19, ο εταιρικός τομέας της ζώνης του ευρώ αντιμετώπισε τις ελλείψεις ρευστότητας καταφεύγοντας σε δικά του ταμειακά αποθέματα, σε νέα προγράμματα δανεισμού και σε κρατική στήριξη. Οι εταιρικές πιστώσεις αυξήθηκαν σημαντικά το 2020, με τον τραπεζικό δανεισμό να φθάνει στο πολλαπλάσιο των προ-πανδημικών επιπέδων σε ορισμένες χώρες (σ.σ.: αυτή είναι και η περίπτωση της Ελλάδας).
  • Ενώ η νέα χρηματοδότηση έχει βοηθήσει τον εταιρικό τομέα να μετριάσει τις πιέσεις ρευστότητας και να ενισχύσει τα αποθέματα ασφαλείας, θα μπορούσε να παρεμποδίσει την ικανότητά τους να επενδύουν στο μέλλον. Οι κρατικές εγγυήσεις δανείων αποτελούν ελαφρυντικό παράγοντα για τον πιστωτικό κίνδυνο τόσο των επιχειρήσεων όσο και των τραπεζών, αλλά ενδέχεται να δημιουργήσουν κίνδυνο αύξησης του δημοσιονομικού κόστους μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, σε περίπτωση που οι εγγυήσεις αυτές καταπίπτουν.
  • Η αυξημένη οικονομική δυσχέρεια σε ολόκληρο τον εταιρικό τομέα δεν αντικατοπτρίζεται ακόμη στους δείκτες Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων. Ενώ είναι σαφές ότι η ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους του ιδιωτικού τομέα έχει επηρεαστεί αρνητικά από την πανδημία, οι κρατικές πιστωτικές εγγυήσεις και η αποπληρωμή δανείων έχουν αποτρέψει μέχρι στιγμής την αύξηση των αθετήσεων υποχρεώσεων δανείων. Οι βασικοί δείκτες ΜΕΔ δεν αντικατοπτρίζουν ακόμη την υποκείμενη επιδείνωση του πιστωτικού προφίλ των δανειοληπτών. Επιπλέον, ο αριθμός των πτωχεύσεων το 2020 μειώθηκε σε σχέση με το 2019, λόγω διοικητικών καθυστερήσεων και, σε ορισμένες χώρες, αποπληρωμής δανείων και προσωρινής χαλάρωσης των κανονισμών πτώχευσης.
  • Μετά τη λήξη των πρωτοφανών μέτρων δημόσιας στήριξης, ορισμένες επιχειρήσεις είναι πιθανό να αθετήσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις, με αποτέλεσμα την αύξηση των ΜΕΔ και των πτωχεύσεων. Από το 3ο τρίμηνο του 2020, τα δάνεια σε αναστολή ανήλθαν σε 587 δισ. ευρώ, εκ των οποίων περίπου το 60% σχετιζόταν με εταιρικά δάνεια. Επιπλέον, 289 δισεκατομμύρια ευρώ σε δάνεια υπέκειντο σε συστήματα δημόσιων εγγυήσεων, με κάλυψη σχεδόν 70% για τα ανοίγματα αυτά.
  • Μόλις καταργηθούν σταδιακά τα μέτρα αυτά, η ικανότητα των εταιρειών να αποπληρώσουν το χρέος θα είναι συνάρτηση των αρχικών επιπέδων χρέους, των επιπτώσεων της κρίσης και των μελλοντικών προοπτικών εσόδων. Συνολικά, ο όγκος των ΜΕΔ αναμένεται να αυξηθεί σε ολόκληρη την ΕΕ, αν και ο χρόνος και το μέγεθος αυτής της αύξησης παραμένουν αβέβαια. Η ισχυρότερη κεφαλαιακή θέση των τραπεζών σε σύγκριση με τη χρηματοπιστωτική κρίση θα πρέπει να τις βοηθήσει να απορροφήσουν καλύτερα το σοκ αυτή τη φορά.