«Παραφωνία» στις αγορές ρεύματος της Ευρώπης αποτελεί η ελληνική αγορά χονδρικής, που έχει κατ’ επανάληψη καταγγελθεί ότι λειτουργεί με μεγάλες στρεβλώσεις που εμποδίζουν τον υγιή ανταγωνισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι η τιμή χονδρικής για αύριο είναι και πάλι η υψηλότερη στην Ευρώπη, παρά το γεγονός μάλιστα ότι στο ενεργειακό μείγμα παραγωγής έχουν μεγάλη συμμετοχή οι ΑΠΕ και τα υδροηλεκτρικά.
Η ελληνική αγορά ρεύματος έκανε... ποδαρικό στο νέο έτος, φθάνοντας για τις 3 Ιανουαρίου στο υψηλότερο επίπεδο της Ευρώπης, καθώς διαμορφώθηκε στα 195 ευρώ. Όμως, ακριβώς στο ίδιο μοτίβο συνεχίζει και για την αυριανή ημέρα, με την τιμή στα 182,46 ευρώ/μεγαβατώρα να είναι και πάλι η υψηλότερη στον ευρωπαϊκό χώρο, ενώ στη γειτονική -και διασυνδεδεμένη με την Ελλάδα- αγορά της Βουλγαρίας είναι μόλις 142 ευρώ.
Μάλιστα, η ελληνική αγορά ρεύματος δεν έχει καν το... ελαφρυντικό της μεγάλης συμμετοχής του ακριβού φυσικού αερίου στο μείγμα παραγωγής. Όπως φαίνεται στο γράφημα του ΑΔΜΗΕ, η συμμετοχή των υδροηλεκτρικών και των ΑΠΕ είναι πολύ υψηλή στη διάρκεια της ημέρας, ξεπερνώντας το 51% στις 16.00. Μάλιστα, η ΔΕΗ κάνει εκτεταμένη χρήση των υδροηλεκτρικών, που φθάνουν στο 25% του μείγματος, λόγω μεγάλων βροχοπτώσεων, ενισχύοντας παράλληλα σημαντικά την κερδοφορία της.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τιμές του ρεύματος στην Ελλάδα δεν επηρεάζονται άμεσα από τις διακυμάνσεις της τιμής του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, οι οποίες ακολουθούν πορεία μεγάλης πτώσης, στο επίπεδο, σήμερα, των 76 ευρώ/μεγατώρα, δηλαδή σχεδόν 60% χαμηλότερα από το ρεκόρ των 180 ευρώ που είχε σημειωθεί τον Δεκέμβριο.
Όπως είχαν απαντήσει στη ΡΑΕ, τον Οκτώβριο, οι τέσσερις παραγωγοί ρεύματος της αγοράς (ΔΕΗ, Mytilineos, Elpedison, Ήρων) αποτελεί ιδιαιτερότητα της ελληνικής αγοράς φυσικού αερίου ότι η τιμολόγηση γίνεται με το μοντέλο month ahead χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα προμήθειας αερίου spot. Οι παραγωγοί αγοράζουν το φυσικό αέριο που θα χρειαστούν για τον επόμενο μήνα ένα μήνα νωρίτερα, με βάση τις τιμές που ισχύουν εκείνη τη στιγμή. Έτσι, το αέριο που χρησιμοποιείται τώρα για την παραγωγή έχει αγορασθεί με τις τιμές Δεκεμβρίου, που ήταν κατά μέσο όρο πολύ υψηλές, παρά την πτώση που σημειώθηκε τις τελευταίες ημέρες του μήνα.
Αυτό δεν είναι, όμως, το μοναδικό πρόβλημα της ελληνικής αγοράς, καθώς έχει καταγγελθεί κατά καιρούς, κυρίως από την πλευρά των βιομηχανικών καταναλωτών ενέργειας, ότι ο ανταγωνισμός στην αγορά ουσιαστικά δεν λειτουργεί. Μέχρι τώρα, η ΡΑΕ αρκείται σε ορισμένες παρεμβάσεις επιβολής πλαφόν (στις τιμές της αγοράς εξισορρόπησης) και σε αέναες διαβουλεύσεις με τις εταιρείες, χωρίς να έχει υπεισέλθει με ουσιαστικό τρόπο στην εξέταση αυτών των καταγγελιών και στη διόρθωση των στρεβλώσεων, με εξαίρεση το μεγάλο πρόστιμο που έχει επιβάλει στον ΑΔΜΗΕ για την καθυστέρηση κρίσιμου έργου στην Πελοπόννησο.
Σε πρόσφατες δηλώσεις του, ο πρόεδρος Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας, Αντώνης Κοντολέων είχε επισημάνει ότι η ενεργειακή κρίση θα έχει διάρκεια, επειδή οι παραγωγοί και οι προμηθευτές διαμορφώνουν το κόστος στη χονδρεμπορική αγορά ενέργειας σε όποιο επίπεδο θέλουν ώστε να αποκομίζουν κέρδη.
Η ΕΒΙΚΕΝ τόνιζε, σε επιστολή προς τη ΡΑΕ, στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης για την αγορά εξισορρόπησης, ότι «ελλείψει συνθηκών στοιχειώδους ανταγωνισμού, με κύρια ευθύνη των καθετοποιημένων προμηθευτών, κυρίως των ιδιωτών, χαρακτηρίζεται από εναρμονισμένες πρακτικές που κατατείνουν στην παγίωση της μεταφοράς στα τιμολόγια του 100% του ρίσκου των τιμών της αγοράς επόμενης ημέρας και των χρεώσεων της αγοράς εξισορρόπησης στους πελάτες τους».
Σύμφωνα με την ΕΒΙΚΕΝ, οι καθετοποιημένοι προμηθευτές ουσιαστικά δεν έχουν ρίσκα από τις διακυμάνσεις των τιμών χονδρικής, καθώς διαθέτουν μια ετήσια παραγωγή που υπερβαίνει τις ποσότητες ενέργειας που προμηθεύουν στην λιανική, με διασφαλισμένη πλέον τη λειτουργία τους και επιπλέον σημαντικά έσοδα από τη συμμετοχή τους στην αγορά εξισορρόπησης.
Έτσι, οι ιδιώτες καθετοποιημένοι προμηθευτές δεν επιδιώκουν κατά προτεραιότητα να αυξήσουν το μερίδιο τους στη λιανική, αλλά να κατοχυρώσουν τα κέρδη τους από την χονδρεμπορική αγορά και να παραμείνουν στη λιανική χωρίς ρίσκο, όπως τόνιζε η ΕΒΙΚΕΝ, υπογραμμίζοντας ότι «τα ανωτέρω προσιδιάζουν σε μια ουδόλως ανταγωνιστική αγορά προμήθειας με χαρακτηριστικά ολιγοπωλίου».
Αλλά και η ΔΕΗ έχει βρεθεί στο στόχαστρο σοβαρών επικρίσεων, ιδιαίτερα για τον τρόπο που τιμολογεί την παραγωγή ενέργειας από τα υδροηλεκτρικά, ενώ και οι παραγωγοί ΑΠΕ έχει καταγγελθεί ότι αξιοποιούν τη συγκυρία για να έχουν «ουρανοκατέβατα» κέρδη. Ο καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας και Επιχειρησιακής Έρευνας στη Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών Η/Υ του ΕΜΠ Παντελής Κάπρος, πρώτος πρόεδρος της ΡΑΕ την περίοδο 2000-2004, υπολογίζει ότι αυτά τα κέρδη φέρνουν «καπέλο» 39% στις τιμές που πληρώνει ο καταναλωτής. Αναφερόμενος στις υδροηλεκτρικές μονάδες της ΔΕΗ ανέφερε ότι είχαν λάβει τιμή 112% μεγαλύτερη από το κόστος, ενώ αντίστοιχα η παραγωγή από τις ΑΠΕ υπερτιμολογήθηκε κατά 145%, καθώς οι τιμές στη χονδρική έχουν σημείο αναφοράς το πολύ ακριβότερο φυσικό αέριο.
Ο κ. Κάπρος έχει προτείνει, ως μια δομική λύση στο πρόβλημα λειτουργίας της αγοράς ρεύματος, να καλύπτεται το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης όχι μέσω του χρηματιστηρίου ενέργειας, αλλά μέσω διμερών συμφωνιών μεταξύ παραγωγών και αγοραστών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη βιομηχανία. Από το χρηματιστήριο, όπως έχει τονίσει ο κ. Κάπρος, θα πρέπει να γίνει η τιμολόγηση μικρού μέρους (15%) της ενέργειας που διατίθεται.