Πολιτική

Στουρνάρας: Οι μεταρρυθμίσεις των τελευταίων έξι χρόνων θα αυξήσουν το ΑΕΠ κατά 13% την επόμενη 10ετία


Τις σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν σήμερα Ελλάδα και Ευρωζώνη ανέπτυξε σε ομιλία του σε εκδήλωση του Wharton Club of Greece ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.

Ο κ. Στουρνάρας υπσοτήρικε ότι απαιτείται ρεαλισμός και ευελιξία, τόσο από τους εταίρους και τους θεσμούς, όσο και από την ελληνική πλευρά, με στόχο την άμεση κατάληξη της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος και την ολοκλήρωση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, έτσι ώστε να ισχυροποιηθεί η πρόβλεψη για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας από το 2017 και μετά.

«Όσον αφορά την Ευρώπη, η απάντηση στις προκλήσεις είναι περισσότερη, όχι λιγότερη Ευρώπη», τόνισε επισημαίνοντας ότι «αν εκπληρωθούν αυτές οι προϋποθέσεις, θα ανοίξει ο δρόμος για την περαιτέρω εκταμίευση δόσεων αλλά και για τη συζήτηση της παραμετροποίησης και των μεσοπρόθεσμων μέτρων για τη διευθέτηση του χρέους, με δυνητική εφαρμογή τους μετά το 2018».

«Μια τέτοια εξέλιξη θα επιτρέψει την ένταξη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων του Ευρωσυστήματος», πρόσθεσε και συμπλήρωσε: «Αυτό θα βελτιώσει τη ρευστότητα των τίτλων, θα οδηγήσει σε σημαντική περαιτέρω αποκλιμάκωση των αποδόσεών τους και θα διευκολύνει τη διατηρήσιμη επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά τη λήξη του προγράμματος, ενισχύοντας το τραπεζικό σύστημα και την πραγματική οικονομία. Η βελτίωση της εμπιστοσύνης και η συνακόλουθη άνοδος της οικονομικής δραστηριότητας θα επιταχύνουν την επιστροφή καταθέσεων και θα έχουν ως αποτέλεσμα την περαιτέρω χαλάρωση και τελικά την πλήρη κατάργηση των κεφαλαιακών περιορισμών».

Ακολουθούν ορισμένα σημεία της ομιλίας του Γ. Στουρνάρα:

«Τα τελευταία χρόνια τόσο η Ελλάδα όσο και η ζώνη του ευρώ έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο στην αντιμετώπιση των αιτιών που οδήγησαν στην κρίση. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) μαζί με τις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες (ΕθνΚΤ) παρενέβησαν αποφασιστικά για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας καθώς και για την αντιμετώπιση των ισχυρών και επίμονων αποπληθωριστικών πιέσεων στην οικονομία της ζώνης του ευρώ.

Σύμφωνα με τον Γ. Στουρνάρα, «τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα από το 2010 και χρηματοδοτήθηκαν κυρίως από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, πέτυχαν την εξάλειψη των μεγάλων μακροοικονομικών και δημοσιονομικών ανισορροπιών και έθεσαν τη βάση για την ανάκαμψη της οικονομίας, παρά τις όποιες καθυστερήσεις και αστοχίες». 

«Ειδικότερα επιτεύχθηκε:

  • Πρωτοφανής δημοσιονομική προσαρμογή. Την περίοδο μάλιστα 2013-2016, το πρωτογενές έλλειμμα εξαλείφθηκε και καταγράφηκαν πρωτογενή πλεονάσματα της γενικής κυβέρνησης για πρώτη φορά από το 2001. 
  • Ανάκτηση των μεγάλων απωλειών της ανταγωνιστικότητας σε όρους μοναδιαίου κόστους εργασίας της περιόδου 2000-2009.
  • Εξάλειψη του ελλείμματος του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, που το 2008 είχε ξεπεράσει το 15% του ΑΕΠ.
  • Αύξηση του ποσοστού των εξαγωγών στο ΑΕΠ από 19% το 2009 σε 32% σήμερα.
  • Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις κυρίως στην αγορά εργασίας αλλά και στην αγορά προϊόντων, καθώς και στη δημόσια διοίκηση.
  • Ανακεφαλαιοποίηση και αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα, με αποτέλεσμα να αντεπεξέλθει με επιτυχία στην κρίση και στη φυγή των καταθέσεων, έχοντας σήμερα επαρκή κεφάλαια, προβλέψεις και εξασφαλίσεις, τα οποία αποτελούν αναγκαίες (αλλά όχι και επαρκείς) προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση του μείζονος προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
  • Ανακοπή της αύξησης (και ελαφρά μείωση) του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του 2016, για πρώτη φορά μετά το 2014.
  • Ανάκαμψη της οικονομίας το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του 2016, με αποτέλεσμα να αναμένεται θετικός ρυθμός ανάπτυξης για όλο το 2016, για πρώτη φορά μετά το 2014.

Οι αλλαγές που έχουν έως τώρα εφαρμοστεί έχουν συντελέσει στη διαφαινόμενη αναδιάρθρωση της οικονομίας προς ένα νέο, εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο, που βασίζεται στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών και στην αύξηση του μεριδίου των εξαγωγών στο ΑΕΠ. Εξάλλου, ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων, αναμένεται να ενισχυθεί το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας μακροπρόθεσμα μέσω της ταχύτερης ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας και της αύξησης της απασχόλησης. 

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν την περίοδο 2010-2016 σε συνδυασμό με αυτές που πρόκειται να εφαρμοστούν στο πλαίσιο του προγράμματος, αναμένεται, ceteris paribus, να αυξήσουν το πραγματικό ΑΕΠ κατά 13% περίπου την επόμενη δεκαετία. Η εκτίμηση αυτή είναι ένα ελάχιστο επίπεδο, με την έννοια ότι δεν μπορούν εύκολα να ποσοτικοποιηθούν άλλες μεταρρυθμίσεις, όπως οι αλλαγές του πλαισίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η αύξηση του ρόλου των επιχειρησιακών συμβάσεων, οι αλλαγές στον καθορισμό των κατώτατων αποδοχών, η βελτίωση του δικαστικού συστήματος, η αναμόρφωση του πτωχευτικού δικαίου, ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης και η αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αναλύσεις των υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος υποδηλώνουν ότι μακροχρόνια υπάρχουν πρόσθετα οφέλη όταν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προωθούνται ταυτόχρονα με τη δημοσιονομική εξυγίανση».

Τρέχουσες προβλέψεις, κίνδυνοι και επόμενα βήματα 

«Οι τρέχουσες προβλέψεις δείχνουν σταδιακή ανάκαμψη τόσο στην Ελλάδα όσο και στη ζώνη του ευρώ. Ωστόσο, η ανάκαμψη αντιμετωπίζει διάφορες αντιξοότητες, που αφορούν πολιτικούς κινδύνους, συνδεόμενους με την άνοδο του λαϊκισμού και της αντιευρωπαϊκής ρητορικής, την άνοδο της πολιτικής αβεβαιότητας σε αρκετές ανεπτυγμένες χώρες, την έξαρση του προστατευτισμού διεθνώς, την ενδεχόμενη επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης και την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) (Brexit). Όπως έχουν επισημάνει διακεκριμένοι στοχαστές, η άνοδος του λαϊκισμού και οι τάσεις ενδυνάμωσης του προστατευτισμού διεθνώς τροφοδοτήθηκαν από τις ανεπιθύμητες συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογικής - ψηφιακής επανάστασης, δηλαδή την αύξηση της ανεργίας, τις αυξανόμενες εισοδηματικές ανισότητες και τη φοροδιαφυγή, κυρίως μέσω εξωχώριων δραστηριοτήτων.

Επιπρόσθετα, η τρέχουσα ανάκαμψη στην Ευρωζώνη, συγκρινόμενη με παλαιότερες, είναι αισθητά πιο αργή, το παραγωγικό κενό εξακολουθεί να είναι αρνητικό, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ υπολείπονται του προ-κρίσης επιπέδου τους, ενώ και το αυξανόμενο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ζώνης του ευρώ υποδηλώνει σημαντικά υποτονική εσωτερική ζήτηση σε σχέση με την προσφορά.  Τα παραπάνω οφείλονται στο ότι η ανάκαμψη στην ευρωζώνη παρεμποδίζεται από τα προβλήματα που κληροδότησε η κρίση, δηλ. την υψηλή ανεργία και το υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΚΤ δεν μπορεί να ασκεί διευκολυντική πολιτική σε μακροπρόθεσμη βάση, για να αντιμετωπιστούν τα υφιστάμενα προβλήματα και οι προκλήσεις απαιτείται εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ενδυνάμωση του κοινού ευρωπαϊκού οικοδομήματος με βελτίωση της αρχιτεκτονικής της ΟΝΕ. Στο πλαίσιο αυτό, οι επόμενες κινήσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να βελτιωθεί το αναπτυξιακό δυναμικό και για τη θωράκιση απέναντι σε μελλοντικές διαταραχές, καθώς και αυξημένο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών, σύγκλιση και επιμερισμό των κινδύνων εντός της ΟΝΕ».  

Παρεμβάσεις που απαιτούνται για να καταστούν η Ελλάδα και η ζώνη του ευρώ ανθεκτικότερες σε μελλοντικές διαταραχές

Για να καταστεί δυνατή η εσωτερική απορρόφηση των εξωτερικών διαταραχών από τα κράτη-μέλη της ΟΝΕ, χρειάζεται σε πρώτη φάση να διορθωθούν, όπως ήδη γίνεται, οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές ανισορροπίες του παρελθόντος και τα αρνητικά κληροδοτήματα της κρίσης (υψηλή ανεργία και υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος). 

Παράλληλα, χρειάζεται να αρθούν από τα κράτη-μέλη οι δυσκαμψίες στις αγορές εργασίας, προϊόντων και κεφαλαίων. Αυτό θα συμβάλλει σε αυξημένη ευελιξία τιμών, η οποία είναι απαραίτητη για δύο λόγους: Αφενός για να ανακτώνται οι απώλειες ανταγωνιστικότητας, αφετέρου για να προσαρμόζονται οι σχετικές τιμές (ελλείψει της δυνατότητας προσαρμογής της συναλλαγματικής ισοτιμίας) και να σηματοδοτούν έτσι την αποτελεσματική ανακατανομή του κεφαλαίου και της εργασίας προς όφελος των πλέον δυναμικών κλάδων και επιχειρήσεων.  

Η ευελιξία τιμών απαιτεί ευελιξία αμοιβών, ενίσχυση του ανταγωνισμού και περιορισμό των υπερβολικών ρυθμίσεων στις τιμές και στις αμοιβές σε ορισμένα κλειστά επαγγέλματα (π.χ. μηχανικοί, δικηγόροι κ.λπ.) και σε κλάδους δικτύων υποδομών. Από την άλλη πλευρά βεβαίως, το κοινωνικό κράτος θα πρέπει να εξασφαλίζει ένα προστατευτικό δίχτυ ασφαλείας για όσους θίγονται από την προσαρμογή. Ευελιξία και ασφάλεια (flexicurity) πρέπει να συμβαδίζουν.

Σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ενδυνάμωση της ανθεκτικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας μέσω μιας πιο αποτελεσματικής κατανομής των πόρων (allocative efficiency) απαιτεί τη διευκόλυνση της εισόδου νέων επιχειρήσεων, την αποτελεσματική και αποδοτική πτωχευτική διαδικασία που θα επιτρέπει την επαναπασχόληση των διαθέσιμων πόρων που τίθενται σε αργία και την παροχή δεύτερης ευκαιρίας στους επιχειρηματίες, φιλικό επιχειρηματικό και φορολογικό περιβάλλον, εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και του δικαστικού συστήματος, περιορισμό της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς στις δημόσιες προμήθειες, διαθεσιμότητα υψηλού επιπέδου δημόσιων υποδομών και ρυθμιστικό πλαίσιο που ενθαρρύνει τον ανταγωνισμό μέσω αποτελεσματικής εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού. 

Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων, καθώς και η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και της λειτουργίας του δημόσιου τομέα, θα προσελκύσουν ιδιωτικές επενδύσεις, θα αυξήσουν την απασχόληση, την παραγωγικότητα και τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και θα καταστήσουν την οικονομία ανθεκτικότερη σε μελλοντικές διαταραχές. 

Επιπλέον, ορισμένες από αυτές τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα αυξήσουν τις προσδοκίες για τα μελλοντικά εισοδήματα και έτσι θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη και τη ζήτηση βραχυπρόθεσμα, στηρίζοντας την ανάκαμψη. Επίσης, οι πολιτικές που αυξάνουν τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό και μειώνουν τη διαρθρωτική ανεργία είναι απαραίτητες για την τόνωση της μελλοντικής ανάπτυξης και απασχόλησης. 

Όλες οι παραπάνω μεταρρυθμίσεις αφορούν κατά μείζονα λόγο την Ελλάδα. Σήμερα αναγκαία προϋπόθεση της οικονομικής ανάκαμψης είναι  πρωτίστως η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και η απαρέγκλιτη εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που περιγράφονται στο νέο πρόγραμμα. Παράλληλα, ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην άρση των εμποδίων που αντιμετωπίζουν ακόμη και ιδιωτικοποιήσεις που έχουν ήδη εγκριθεί και στην περαιτέρω προώθηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας καθώς και στη βελτίωση της διαχείρισής του.

Για να διευκολυνθεί η τρέχουσα ανάκαμψη στη ζώνη του ευρώ, είναι επιτακτική η αντιμετώπιση του προβλήματος της υπερχρέωσης του ιδιωτικού τομέα που θα επιτρέψει την επιτάχυνση των χορηγήσεων. Το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων αφενός μειώνει την κερδοφορία των τραπεζών και έτσι δυσχεραίνει την προσφορά πιστώσεων, κάτι το οποίο πλήττει κατά κύριο λόγο τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες εξαρτώνται από τις τράπεζες για χρηματοδότηση, και αφετέρου καθυστερεί την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων και έτσι περιορίζει τη δυνατότητα των βιώσιμων επιχειρήσεων να χρηματοδοτήσουν νέα επενδυτικά προγράμματα. Το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και την ελληνική οικονομία. 

Πέρα από τα έως τώρα μέτρα που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων και τη θέσπιση σειράς στόχων και βασικών δεικτών επιδόσεων με σκοπό τη μείωση του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά 38% (ή περίπου 40 δισεκ. ευρώ) μέχρι το τέλος του 2019, απαιτούνται τα ακόλουθα:

  • Εισαγωγή πλαισίου για την εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών, ώστε να διασφαλίζεται ταχεία, αποτελεσματική και διαφανής αντιμετώπιση για τα χρέη προς τον ιδιωτικό αλλά και το δημόσιο τομέα. 
  • Τροποποίηση στη νομοθεσία για ζητήματα που σχετίζονται: με τη φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και των διαγραφών δανείων, με τα δικαιώματα των πιστωτών έναντι των μη συνεργαζόμενων μετόχων κατά την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, με τη νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και δημόσιων φορέων κατά την αναδιάρθρωση δανείων και την εξυγίανση επιχειρήσεων και με τη διαμόρφωση ασφαλούς και αποτελεσματικού πλαισίου αντιμετώπισης κοινών οφειλετών σε περισσότερες από μία τράπεζες. 

Η πιο ενεργητική πολιτική διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από την πλευρά των τραπεζών, σε συνδυασμό με την πλήρη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων αυτών, θα οδηγήσει στην ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας και στην οικονομική ανάπτυξη».