Η μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος είναι επιτακτική ώστε να μην διαταραχθεί η δημοσιονομική ισορροπία μετά την κρίση της πανδημίας, υποστήριξε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Στουρνάρας μιλώντας στην Ακαδημία Φορολογίας και Λογιστικής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου.
Υπογράμμισε δε ότι η αλλαγή του μίγματος της δημοσιονομικής πολιτικής με ελάφρυνση του φορολογικού βάρους εργαζομένων και επιχειρήσεων και δικαιότερη κατανομή του, αποτελεί αδήριτη ανάγκη και θα πρέπει να συνεχιστεί.
Η μείωση της φορολογίας, όπως ανέφερε, επιφέρει θετικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία, τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και από την πλευρά της προσφοράς.
«Το 2019 ξεκίνησε μια σημαντική προσπάθεια φορολογικής αναμόρφωσης, με την υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων μόνιμου χαρακτήρα που στόχευαν στη βαθμιαία ελάφρυνση του φορολογικού βάρους», υποστήριξε, προσθέτοντας ότι «μια περαιτέρω μείωση των φορολογικών συντελεστών και των ασφαλιστικών εισφορών θα στηρίξει την απασχόληση, την ανταγωνιστικότητα και, εν τέλει, την οικονομική ανάπτυξη και θα λειτουργήσει ως κίνητρο για μείωση της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας. Κατά συνέπεια, θα έχει ακροπρόθεσμα θετικό αντίκτυπο και στα δημόσια έσοδα».
Η αλλαγή του μίγματος της δημοσιονομικής πολιτικής με ελάφρυνση του φορολογικού βάρους εργαζομένων και επιχειρήσεων και δικαιότερη κατανομή του, αποτελεί αδήριτη ανάγκη και θα πρέπει να συνεχιστεί, ανέφερε μεταξύ άλλων.0 κεντρικός τραπεζίτης.
Επισήμανε ακόμη ότι οι σχεδιαστές οικονομικής πολιτικής πρέπει πλέον να εστιάσουν στη χάραξη μιας ολοκληρωμένης φορολογικής πολιτικής που θα αμβλύνει τις επιπτώσεις του οικονομικού κύκλου, θα έχει αναπτυξιακό προσανατολισμό και παράλληλα θα κατανείμει το φορολογικό βάρος δίκαια και αναλογικά.
Αναφερόμενος στην ανάγκη διεύρυνσης της φορολογικής βάσης υποστήριξε ότι στην κατεύθυνση αυτή οδηγεί και η αυξανόμενη χρήση πλαστικού χρήματος. Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι μια αύξηση κατά 1% στο μερίδιο της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης που πραγματοποιείται μέσω καρτών πληρωμών, οδηγεί σε αύξηση εσόδων ΦΠΑ κατά 1% λόγω βελτιωμένης φορολογικής συμμόρφωσης.