Πολιτική

Στουρνάρας: Να αλλάξει το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής


 Τη σημασία της αλλάγης του μίγματος της δημοσιονομικής πολιτικής επεσήμανε ο διοικητής της ΤτΕ μιλώντας στο φόρουμ των Δελφών, τονίζοντας πως πρέπει από το 2021 να υπάρξουν χαμηλότεροι φόροι και ασφαλιστικές εισφορές. Για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει να ζητηθεί από τους εταίρους πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% έως το 2020 και στη συνέχεια να μειωθεί στα επίπεδα του 2%, υπογράμμισε. 

Παράλληλα, ο κ. Στουρνάρας παρουσίασε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία αναμένεται να παρουσιαστούν ισχυρές τιμές ανάπτυξης στο άμεσο και στο προσεχές χρονικό διάστημα, καθώς όπως ανέφερε, θα κλείσει η ψαλίδα του ΑΕΠ. Μεταξύ άλλων ο διοικητής της ΤτΕ σημείωσε ότι η κατανάλωση συνεχίζει να αυξάνεται λόγω της αύξησης της απασχόλησης το τελευταίο χρονικό διάστημα,ενώ στη συνέχεια έδωσε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή  αναμένει ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά 2,7% για το 2017 και κατά 3,1% για το 2018. Με βάση τα ίδια στοιχεία, η ιδιωτική κατανάλωση θα αυξηθεί κατά 1,6% το 2017 .

Σε ότι αφορά τα κόκκινα δάνεια σημείωσε ότι έχουν μπει φιλόδοξοι στόχοι, αλλά και ότι θα πρέπει να γίνουν ακόμα κινήσεις σε ότι αφορά την ρύθμιση που θα προσφέρει ασυλία στα τραπεζικά στελέχη που υπογράφουν αναδιαρθρώσεις,εξωδικαστικούς συμβιβασμούς και ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, ενώ επανέλαβε την πρότασή του για μια ήπια αναδιάρθρωση του χρέους με αποπληρωμή μέρος των δανείων του EFSF σε ισόποσες δόσεις και κεφαλαιοποίηση της διαφοράς που θα προκύπτει ανάμεσα στα έτη σε βάθος χρόνου. 

Σε μια αναφορά με ενδιαφέρον ο διοικητής της ΤτΕ τόνισε ότι λόγω των capital controls η ναυτιλία διατηρεί τα έσοδά της στο εξωτερικό.

Ο διοικητής της ΤτΕ σημείωσε πως οι προβλέψεις της Κομισιόν για την ανάπτυξη (2,7% του ΑΕΠ φέτος και 3,1% του ΑΕΠ το 2018) βασίζονται στην εκτίμηση ότι η αξιολόγηση θα έκλεινε… χθες, τονίζοντας ότι κάθε καθυστέρηση θέτει σε κίνδυνο αυτούς τους στόχους.

Όπως είπε, η χώρα έχει αντιμετωπίσει τα τελευταία χρόνια το θέμα της ανταγωνιστικότητας και αυτό φαίνεται στην αποκατάσταση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αλλά και στην πορεία των εξαγωγών. Ωστόσο σημείωσε ότι υπάρχουν ανοικτά θέματα στην οικονομία: η ανεργία, το χρέος αλλά και τα κόκκινα δάνεια.

Τέλος, σύμφωνα με τον κ.Στουρνάρα τα σημαντικότερα επιχειρήματα για τη μείωση του χρέους είναι:

  • Πρώτον, τα επιτόκια παγκοσμίως βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και η καμπύλη αποδόσεών τους έχει σχετικά περιορισμένη κλίση, γεγονός που σημαίνει ότι, με το ίδιο κόστος, τυχόν ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσε να είναι επωφελέστερη για την Ελλάδα, αν γίνει σήμερα παρά μετά από μερικά χρόνια, όταν τα επιτόκια παγκοσμίως θα είναι υψηλότερα.
  • Επίσης, η ελάφρυνση του χρέους, εάν εφαρμοστεί τώρα, θα συμβάλει στη βελτίωση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών προς τη χώρα, με αποτέλεσμα τη μείωση των ασφαλίστρων κινδύνου, τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και την ενίσχυση των επενδύσεων και των προοπτικών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
  • Συν τοις άλλοις, δεδομένου ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) ξεπερνάει το επίπεδο του 100%, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, τα μέτρα που μειώνουν την επιβάρυνση από τόκους μπορούν να βελτιώσουν τη δυναμική του χρέους ταχύτερα από ότι τα μέτρα που αποσκοπούν σε αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος: Καθώς ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ είναι περίπου 180%, μια μείωση του μεσοσταθμικού επιτοκίου εξυπηρέτησης του χρέους κατά 1 εκατοστιαία μονάδα οδηγεί σε μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ κατά 1,8 εκατοστιαίες μονάδες. Αντίθετα, μια αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος κατά 1 εκατοστιαία μονάδα του ΑΕΠ βραχυπρόθεσμα οδηγεί σε μείωση του λόγου δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ κατά 1 εκατοστιαία μονάδα, και αυτό, στην καλύτερη δυνατή περίπτωση, δηλαδή όταν ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής ισούται με μηδέν (το οποίο γνωρίζουμε ότι δεν ισχύει).