Αισιόδοξες εκτιμήσεις για την κατάσταση και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίες διατυπώνονται στην έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ, που παρουσιάστηκε στη Γενική Συνέλευση των μετόχων της. Παράλληλα όμως, επισημαίνεται ότι η δυναμική ανάκαμψης φαλκιδεύεται από τις καθυστερήσεις στο κλείσιμο της αξιολόγησης και στην ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.]
Ο Γ. Στουρνάρας προειδοποιεί επίσης για τους κινδύνους που δημιουργούν η παράταση της αβεβαιότητας και η ανακύκλωση σεναρίων για Grexit.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι «αν οι εταίροι, οι Θεσμοί και η ελληνική κυβέρνηση επιδείξουν ευελιξία και ρεαλισμό, είναι εφικτό να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος στο αμέσως προσεχές διάστημα. Αν όμως οι διαπραγματεύσεις παραταθούν χωρίς προοπτική ταχείας επίτευξης συμφωνίας, η χώρα θα εισέλθει σε ένα νέο κύκλο αβεβαιότητας, επιδείνωσης των σχέσεων με τους εταίρους-δανειστές και εγκλωβισμού της οικονομίας σε στασιμότητα».
Τα δημοσιονομικά και η "ασπίδα" του ευρώ
Στην έκθεση διατυπώνεται η εκτίμηση ότι η οικονομία θα επιτύχει φέτος ρυθμό ανάπτυξης 2,5% υπό προϋποθέσεις και ότι είνμαι επιτεύξιμος ο μνημονιακός δημοσιονομικός στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ.
Όπως επισημαίνεται, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία η ΤτΕ εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 διαμορφώνεται κοντά στο 2% του ΑΕΠ.
Παρουσιάζοντας την έκθεση, ο Διοικητής της ΤτΕ επισήμανε ότι «η ενεργός συμμετοχή της χώρας στη ζώνη του ευρώ είναι επιτακτικά αναγκαία για λόγους οικονομικούς, κοινωνικούς και εθνικούς. Είναι όρος επιβίωσης της χώρας σε ένα ταραγμένο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον. Λειτουργεί ως άγκυρα όχι μόνο οικονομικής, αλλά και κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας».
Προειδοποίησε ότι ενώ η οικονομία διαθέτει ακόμη «αναπτυξιακό απόθεμα» που μπορεί να ενεργοποιηθεί, εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για την αναπτυξιακή προοπτική της: Αστάθεια στο διεθνές περιβάλλον. αβεβαιότητες στο εσωτερικό συνδέονται κυρίως με τις καθυστερήσεις στην εφαρμογή του προγράμματος και το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης.
Οι ορατοί κίνδυνοι
Αν συνεχιστούν οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση του προγράμματος, θα δημιουργηθούν σοβαρά προσκόμματα στην προσδοκώμενη ανάπτυξη, είπε ο κ. Στουρνάρας. Θα υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις στο οικονομικό κλίμα και θα ανοίξει ένας νέος κύκλος αβεβαιότητας ως προς την ολοκλήρωση του προγράμματος.
Η αβεβαιότητα θα οξυνθεί, αν τελικώς δεν καταστεί δυνατή η συμμετοχή των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Όλα αυτά θα υποσκάψουν την εμπιστοσύνη και θα λειτουργήσουν αποτρεπτικά στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, η οποία αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη.
Στην έκθεση αναφέρεται ότι «κίνδυνοι ανακύπτουν και από τις καθυστερήσεις και την αναβλητικότητα στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που έχουν αποφασιστεί, ή από τις στρεβλώσεις στη λειτουργία του ανταγωνισμού που ενδέχεται να πλήξουν κρίσιμους τομείς της οικονομίας. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, όπου, με πρόσφατα νομοθετήματα, εισήχθησαν ρυθμίσεις που στρεβλώνουν τη λειτουργία της και δημιουργούν μείζονα προβλήματα, ακόμα και σε επιχειρήσεις που αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του συστήματος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας».
Ο διοικητής της ΤτΕ υποστήριξε ότι το σοβαρότερο από τα εμπόδια που πρέπει να αρθεί σταδιακά είναι η υπέρμετρη φορολογική επιβάρυνση επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων.
Αξιοσημείωτες οι αντοχές
Παρουσιάζοντας την έκθεση, ο κ. Στουρνάρας επισήμανε ότι τα δύο τελευταία χρόνια η ελληνική οικονομία επέδειξε αξιοσημείωτες αντοχές:
• Το 2015 το ΑΕΠ μειώθηκε μόλις κατά 0,2% παρά τις ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες που επικράτησαν κατά κύριο λόγο το πρώτο εξάμηνο.
• Το 2016 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,3% σε σταθερές τιμές, οι αποπληθωριστικές πιέσεις συγκρατήθηκαν, η απασχόληση ενισχύθηκε και μειώθηκε η ανεργία, αν και παραμένει πολύ υψηλή.
Η πορεία αυτή αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι υπάρχουν αποθέματα αναπτυξιακού δυναμικού, τα οποία, μετά από μια μακρά περίοδο αδράνειας και απραξίας, είναι έτοιμα να ενεργοποιηθούν, όταν διαμορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες.
Πώς θα πετύχουμε διατηρήσιμη ανάπτυξη
Από τις επιδόσεις του 2016 προκύπτει βάσιμα ότι η πρόβλεψη για ανάκαμψη το 2017 είναι ρεαλιστική, υπό την αυστηρή προϋπόθεση όμως ότι το πρόγραμμα προσαρμογής θα συνεχίσει να εφαρμόζεται χωρίς καθυστερήσεις.
Για να περάσει ωστόσο η οικονομία από την ανάκαμψη σε ισχυρή διατηρήσιμη ανάπτυξη, απαιτούνται ενεργητικές μεσοπρόθεσμες πολιτικές με στόχο την εξάλειψη των εμποδίων που σήμερα ανακόπτουν την άνοδο και τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος σταθερότητας που θα ευνοήσει την αναζωπύρωση του επενδυτικού ενδιαφέροντος. Στα εμπόδια συγκαταλέγονται:
— η υπερφορολόγηση μιας φορολογικής βάσης με μειούμενη φοροδοτική ικανότητα,
— το ασταθές και ασαφές φορολογικό και γενικότερο νομικό πλαίσιο προστασίας των επενδυτών,
— οι γραφειοκρατικές και διοικητικές εμπλοκές, οι οποίες καθυστερούν την πραγματοποίηση επενδύσεων που έχουν ήδη εγκριθεί,
— οι μεγάλες καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης,
— η χαμηλή δανειοδοτική ικανότητα του τραπεζικού συστήματος και τα υψηλά επιτόκια δανεισμού,
— οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων και στις τραπεζικές συναλλαγές και, τέλος,
— οι στρεβλώσεις στις αγορές και ιδιαίτερα στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας από ατελέσφορες ρυθμιστικές παρεμβάσεις.
Η άρση των παραπάνω εμποδίων θα πρέπει να αποτελέσει κυρίαρχο μέλημα της στρατηγικής για την ανάπτυξη, η οποία περιγράφεται από τέσσερις συνιστώσες: αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής, ενθάρρυνση των ξένων άμεσων επενδύσεων, έμφαση στην καινοτομία και διασφάλιση της κοινωνικής προστασίας.
Αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής
Να μειωθεί η φορολογία
Το σοβαρότερο από τα εμπόδια που πρέπει να αρθεί σταδιακά είναι η υπέρμετρη φορολογική επιβάρυνση επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων. Η υπερκάλυψη του δημοσιονομικού στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα κατά το 2016 κατά κύριο λόγο προσδιορίστηκε από την υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων και πολύ λιγότερο από τη συγκράτηση των δημόσιων δαπανών.
Η ανοδική πορεία των φορολογικών εσόδων οφείλεται στην αλλαγή των συντελεστών άμεσης και έμμεσης φορολογίας, αλλά και στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης λόγω της εκτεταμένης χρήσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών, η οποία συνέβαλε στον περιορισμό της απόκρυψης εισοδημάτων. Ωστόσο, το ακολουθούμενο μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής λειτουργεί πλέον ανασταλτικά για την ανάπτυξη, συμβάλλει στην αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του ιδιωτικού τομέα προς το Δημόσιο και ενθαρρύνει τη φοροδιαφυγή και την αδήλωτη εργασία.
Η είσοδος της οικονομίας σε μια αναπτυξιακή πορεία απαιτεί αλλαγή του ακολουθούμενου “φοροκεντρικού” μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής. Έμφαση θα πρέπει να δοθεί στη συγκράτηση και συστηματική αναδιάρθρωση των μη παραγωγικών δαπανών, στη μείωση του υπέρμετρου φορολογικού βάρους στην παραγωγική οικονομία, καθώς και των ασφαλιστικών εισφορών, και στην αποδοτικότερη αξιοποίηση και διαχείριση της δημόσιας περιουσίας.
Απαιτείται δηλαδή η δημιουργία δημοσιονομικού περιβάλλοντος κατάλληλου για τη στήριξη της αναπτυξιακής προσπάθειας.
Η υλοποίηση των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους, η εξειδίκευση των μεσομακροπρόθεσμων μέτρων και η ενδεχόμενη ποσοτικοποίηση ρεαλιστικών δημοσιονομικών στόχων για μετά το 2018 είναι αποφάσεις που θα συμβάλουν στη δημιουργία ενός επαρκούς “δημοσιονομικού περιβάλλοντος”.
Συγκεκριμένα, η καλύτερη του αναμενόμενου επίδοση στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων για το πρωτογενές αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με την υλοποίηση των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων, μπορεί να οδηγήσει σε σταδιακή μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης χωρίς να απειληθεί η δημοσιονομική ισορροπία.
Επισημαίνεται ότι μεγαλύτερα συμπληρωματικά οφέλη μπορούν να εξασφαλιστούν εφόσον μειωθούν οι συντελεστές φορολογίας εισοδήματος, με την αξιοποίηση του «δημοσιονομικού χώρου» που θα δημιουργούν οι υπεραποδόσεις των φορολογικών εσόδων ή/και οι μεταρρυθμίσεις.
Παράλληλα, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να στηρίξει την ανάπτυξη με τη θέσπιση ενός σταθερού, διεθνώς ανταγωνιστικού και κοινωνικά δίκαιου φορολογικού συστήματος.