Αλλαγές της τελευταίας στιγμής στο κείμενο του ελληνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ζήτησε η Γερμανία, όπως και άλλες κυβερνήσεις της Ε.Ε., ώστε να διασφαλισθεί ότι τα άτοκα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, ύψους 12,7 δισ. ευρώ, δεν θα καταλήξουν μόνο σε μεγάλες επιχειρήσεις για επενδυτικά σχέδια που ούτως ή άλλως θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν από τις τράπεζες, αλλά και σε μεγάλο βαθμό θα φθάσουν σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και σε σχέδια με μεγαλύτερο κίνδυνο, που σήμερα είναι αποκομμένα από την τραπεζική χρηματοδότηση.
Κοινοτικές πηγές αναφέρουν στο ειδησεογραφικό δίκτυο euractiv, που ειδικεύεται σε θέματα ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, ότι είναι αρκετές οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν με καχυποψία το σχεδιασμό της κυβέρνησης για άτοκα δάνεια, υπό τον φόβο ότι το πρόγραμμα θα καταλήξει να ενισχύει μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν στενούς δεσμούς με την κυβέρνηση. Σημειώνεται ότι ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θ. Σκυλακάκης, διέψευσε το δημοσίευμα και το χαρακτήρισε «ανακριβές».
Ζητήθηκαν τροποποιήσεις
Σύμφωνα με το συνήθως καλά πληροφορημένο πρακτορείο, στην τελική ευθεία για την έγκριση του ελληνικού σχεδίου από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ώστε να εκταμιευθεί και η προκαταβολή των 4 δισ. ευρώ, ζητήθηκε από κυβερνήσεις να υπάρξουν φραστικές τροποποιήσεις, ιδιαίτερα όσον αφορά το ειδικό χρηματοδοτικό εργαλείο υποστήριξης φερεγγυότητας (solvency support scheme), ώστε να αποσαφηνισθεί με ποια κριτήρια θα επιλέγονται οι επιχειρήσεις που θα λαμβάνουν κεφάλαια.
Στόχος είναι να ξεκαθαρισθεί ότι οι χρηματοδοτήσεις θα πηγαίνουν και σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς οι μεγαλύτερες έχουν δυνατότητες να απευθυνθούν στις τράπεζες και τις αγορές. Πηγή του euractiv ανέφερε ότι η ελληνική κυβέρνηση δέχθηκε να ενσωματώσει τις ζητηθείσες τροποποιήσεις του κειμένου, κάτι που ερμηνεύεται ως μια σαφής ένδειξη ότι δεν υπήρχε, από πλευράς της, κάποια ύποπτη πρόθεση.
Σημειώνεται ότι δεν είναι η πρώτη φορά που το σχέδιο για τα άτοκα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης έχει προκαλέσει ευρωπαϊκές παρεμβάσεις. Η Κομισιόν δεν είχε συμφωνήσει αρχικά με την πρόθεση της κυβέρνησης να αναθέσει αποκλειστικά στις ελληνικές τράπεζες την κατανομή των κονδυλίων, για αυτό και προβλέπεται σημαντικός ρόλος των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών οργανισμών. Επιπλέον, ζητήθηκαν από την Επιτροπή διορθώσεις σε ό,τι αφορά το ειδικό εργαλείο που θα υποστηρίξει χρηματοδοτικά τις συγχωνεύσεις για να δημιουργηθούν μεγαλύτερα επιχειρηματικά σχήματα, καθώς στο αρχικό ελληνικό σχέδιο δεν αποκλειόταν να ενισχυθούν συγχωνεύσεις μεγάλων εταιρειών της αγοράς, που θα δημιουργούν σχήματα με δεσπόζουσα θέση και θα περιόριζαν τον ανταγωνισμό.
Ο γρίφος των τραπεζικών κριτηρίων
Ένα βασικό ερώτημα που έχει μείνει αναπάντητο είναι πώς θα ξεπερασθούν τα αυστηρά χρηματοδοτικά κριτήρια των τραπεζών για την υλοποίηση του προγράμματος, τα οποία είναι γνωστό ότι περιορίζουν σε 20.000 - 30.000 τον αριθμό των επιλέξιμων επιχειρήσεων, σε ένα σύνολο 800.000 επιχειρήσεων της ελληνικής αγοράς. Οι τράπεζες, που ανησυχούν και για τον κίνδυνο νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων, δεν δείχνουν πρόθυμες να δανείσουν επιχειρήσεις που δεν θα πληρούν αυτά τα κριτήρια, ακόμη και στο πλαίσιο προγραμμάτων όπου κατά το ήμισυ οι επενδύσεις θα χρηματοδοτούνται από τα άτοκα ευρωπαϊκά δάνεια, κατά 30% μόνο από τις τράπεζες και κατά 20% από τις ίδιες τις επιχειρήσεις.
Ο διοικητής της ΤτΕ, Γ. Στουρνάρας, εξέφρασε πρόσφατα ανοικτά τη δυσαρέσκειά του για την πολύ αυστηρή πολιτική των τραπεζών προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, προειδοποιώντας ότι υπάρχει ο κίνδυνος, στο στάδιο της ανάκαμψης της οικονομίας, να δημιουργηθούν δύο ταχύτητες επιχειρήσεων, με τις μεγάλες να έχουν πρόσβαση σε δανεισμό και τις μικρομεσαίες να μένουν αποκλεισμένες.
«Έτσι όπως είναι δομημένη η οικονομία της Ελλάδας», τόνισε ο κ. Στουρνάρας, «ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της απασχόλησης είναι σε αυτό που λέμε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις πρέπει να μείνουν ζωντανές, δεν έχουμε τη δυνατότητα να κλείσουν βιώσιμες επιχειρήσεις. Άρα λοιπόν οι τράπεζες πρέπει να φτιάξουν κατάλληλα προγράμματα. Εμείς θέλουμε οι τράπεζες να είναι ισχυρές, να είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες με κεφάλαια υψηλής ποιότητας για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στο ρόλο τους και να δανείζουν όχι μόνο τις μεγάλες, αλλά και τις μικρομεσαίες υγιείς επιχειρήσεις, ούτως ώστε αυτά τα χρήματα που θα έρθουν στην Ελλάδα να πέσουν σε όλη την οικονομία και όχι μόνο σε ένα μικρό μέρος αυτής. Δηλαδή να μη δημιουργούνται θύλακες υψηλής ανάπτυξης και θύλακες χαμηλής ανάπτυξης. Να μην δημιουργηθεί δηλαδή μία οικονομία δύο ταχυτήτων».
Πάντως, ο διοικητής της ΤτΕ υπογράμμισε ότι «και οι μέτοχοι οι ίδιοι πρέπει να βάλουν χρήματα και να γίνουν συγχωνεύσεις μεταξύ των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις να δημιουργήσουν δομές για να μπορούν να τραβήξουν και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τους προμηθευτές τους κυρίως, προς τα πάνω, ούτως ώστε τα κονδύλια που θα εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία, όπως είπα και επιμένω, να διαχυθούν, όσο το δυνατό συμμετρικότερα στην οικονομία».
Έσπευσε να αναγνωρίζει, πάντως, ότι τελικά οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις θα έχουν και μεγαλύτερα οφέλη από το Ταμείο Ανάκαμψης. «Βεβαίως δεν έχουμε αυταπάτες», υπογράμμισε. «Κυρίως θα είναι το Δημόσιο, οι μεγάλες, οι μεσαίες επιχειρήσεις, οι τεχνολογικά προηγμένες αυτές που θα ωφεληθούν, αλλά δεν πρέπει να αφήσουμε πίσω τις βιώσιμες επιχειρήσεις. Δεν μιλάω για τις μη βιώσιμες, μιλάω για τις βιώσιμες επιχειρήσεις, οι οποίες απλώς έχουν προβλήματα ρευστότητας λόγω της κρίσης».
Το σχέδιο για τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης