Τον κίνδυνο να ζητηθεί από την Κομισιόν η εφαρμογή μέτρων λιτότητας το 2021, μετά την αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων για το 2020 λόγω της κρίσης του κορονοϊού, αποφεύγει η κυβέρνηση, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, καθώς οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας αναμένεται να μείνουν «στον πάγο» και τον επόμενο χρόνο, προκειμένου να υποστηριχθεί η οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία.
Για την Αθήνα, το ζήτημα αυτό είναι μείζονος σημασίας και έχει σοβαρές πολιτικές προεκτάσεις, καθώς υπήρχε ο κίνδυνος να επαναλαμβάνονταν το φθινόπωρο, στη διαδικασία κατάρτισης του προϋπολογισμού, σκηνές από το... μνημονιακό παρελθόν, με την κυβέρνηση να υποστηρίζει ότι θα πετύχει το 2021 τον αρχικό στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ και την Κομισιόν να επιμένει σε διαφορετική πρόβλεψη και να πιέζει για διορθωτικά μέτρα λιτότητας.
Προς το παρόν, τυπικά η απόφαση του Μαρτίου για την αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων με χρήση της λεγόμενης «ρήτρας διαφυγής» που περιλαμβάνεται στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη δεν έχει αποφασισθεί αν θα παραμείνει σε ισχύ και για το 2021, καθώς η Κομισιόν και οι εθνικές κυβερνήσεις παρακολουθούν σε καθημερινή βάση την εξέλιξη της κρίσης, σε ένα περιβάλλον έντονης αβεβαιότητας τόσο για την ύφεση του 2020 και το βαθμό ανάκαμψης το 2021, όσο και για τις επιδράσεις που θα έχει η κρίση στο δημοσιονομικό πεδίο.
Όμως, ήδη πριν από λίγες ημέρες καταγράφηκε μια εξέλιξη με μεγάλη σημασία για την κατεύθυνση αυτής της συζήτησης: το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (European Fiscal Board - EFB), που αποτελεί εδώ και λίγα χρόνια τον επίσημο σύμβουλο της Κομισιόν για τα θέματα της δημοσιονομικής πολιτικής, έριξε με απόλυτη σαφήνεια το βάρος του υπέρ της διατήρησης της δημοσιονομικής χαλάρωσης και το 2021, υπογραμμίζοντας σε σχετική, ειδική έκθεση που κατέθεσε στην Κομισιόν ότι: «Για το 2021, το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο συνιστά την παροχή περαιτέρω δημοσιονομικής στήριξης».
Όπως εξηγεί το Συμβούλιο στην έκθεση που παραδόθηκε στην πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, το 2020, τα μέτρα περιορισμού για την καταπολέμηση της πανδημίας Covid-19 έχουν προκαλέσει μια άνευ προηγουμένου ύφεση στη ζώνη του ευρώ. Οι κυβερνήσεις έχουν εφαρμόσει δημοσιονομικά μέτρα για τη στήριξη της οικονομίας, τα οποία εκτιμώνται σε περίπου 3,25% του ΑΕΠ, πέραν των αυτόματων σταθεροποιητών, που πλησιάζουν το 5% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με το Συμβούλιο, όμως, τα περισσότερα από τα στήριξης που λήφθηκαν σε εθνικό επίπεδο προβλέπεται να καταργηθούν το 2021, αφήνοντας σημαντικό κενό. Αυτό απαιτεί, όπως τονίζεται, την επέκταση της δημοσιονομικής στήριξης σε εθνικό επίπεδο το επόμενο έτος, η οποία θα στηρίζεται ή θα συμπληρώνεται από τις πρωτοβουλίες που δρομολογούνται σε επίπεδο ΕΕ.
Σχετικά με την ενεργοποίηση της λεγόμενης γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης σε περίπτωση σοβαρής οικονομικής ύφεσης, το Συμβούλιο κρίνει ότι ήταν απολύτως δικαιολογημένη. Όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα επανόδου στους δημοσιονομικούς κανόνες, το Συμβούλιο τονίζει ότι θα πρέπει να γίνουν σχετικές ανακοινώσεις το αργότερο την άνοιξη του 2021. Αυτό σημαίνει ότι οι προϋπολογισμοί του 2021 θα καταρτισθούν από τις εθνικές κυβερνήσεις με τη ρήτρα διαφυγής σε ισχύ, ενώ η επάνοδος στους δημοσιονομικούς κανόνες θα γίνει, το νωρίτερο, για τους προϋπολογισμούς του 2022.
Μια από τις ιδέες που διατυπώνει το Συμβούλιο, μάλιστα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανοίγει ένα «παράθυρο» για τη διατήρηση της χαλάρωσης και μετά το 2021, στην περίπτωση που αποδειχθεί πολύ ασθενής η ανάκαμψη του 2021, με αποτέλεσμα το ΑΕΠ της ευρωζώνης να διατηρηθεί αρκετά χαμηλότερα από το επίπεδο του 2019, δηλαδή του τελευταίου έτους πριν την κρίση. Δεν θα ήταν σκόπιμο, τονίζει το Συμβούλιο, να χρησιμοποιηθεί ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ κατά την εξέταση του τέλους μιας σοβαρής οικονομικής ύφεσης. Η χρήση ενός επιπέδου ΑΕΠ πριν από την κρίση της ζώνης του ευρώ και της ΕΕ ως σημείο αναφοράς θα είχε περισσότερο νόημα.
Με άλλα λόγια, ακόμη και αν το 2021 υπάρξει μια ανάκαμψη με ρυθμό, για παράδειγμα, 5%, ο οποίος θα ήταν ικανοποιητικός σε άλλες συνθήκες, το Συμβούλιο προτείνει να μη θεωρηθεί ικανοποιητική αυτή η εξέλιξη για να «σφίξει» και πάλι η δημοσιονομική πολιτική, αφού η ύφεση του 2020 θα είναι πολύ μεγαλύτερη και στο τέλος του 2021 το ΑΕΠ θα βρίσκεται σε αρκετή απόσταση από το επίπεδο του 2019.
Η συστάσεις του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου, που έχουν μεγάλη βαρύτητα στην κατεύθυνση των αποφάσεων της Κομισιόν, πρέπει να ηχούν σαν... μουσική στα αυτιά του Χρήστου Σταϊκούρα, ιδιαίτερα μετά και την πρόσφατη αναθεώρηση των προβλέψεων της Κομισιόν για την ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τις οποίες η ύφεση του 2020 θα είναι ελαφρώς ηπιότερη από τις αρχικές εκτιμήσεις, αλλά και η ανάκαμψη του 2021 θα είναι πολύ πιο ασθενής.
Αυτό σημαίνει ότι η Κομισιόν πολύ δύσκολα θα δεχόταν, στις διαπραγματεύσεις που θα γίνουν το φθινόπωρο για το νέο προϋπολογισμό, ότι η Ελλάδα μπορεί, με δεδομένη την πρόβλεψη για ασθενή ανάκαμψη το 2021, να επιτύχει ένα πρωτογενές πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ. Σε αυτή την περίπτωση, βέβαιο θα ήταν, εάν εφαρμόζονταν κανονικά οι δημοσιονομικοί κανόνες, ότι η Κομισιόν θα ζητούσε από την κυβέρνηση επώδυνα διορθωτικά μέτρα.
Όπως έχει γράψει το Σin, πριν ακόμη δημοσιευθούν οι δυσμενέστερες προβλέψεις της Κομισιόν για το ΑΕΠ του 2021, η κυβέρνηση βρισκόταν σε πολύ μεγάλη απόσταση, όσον αφορά τις δημοσιονομικές προβλέψεις, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Για το 2021 προβλέπει, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας 2020, ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα ανέλθει σε 2,5% του ΑΕΠ. Αντίθετα, η Κομισιόν στις εαρινές προβλέψεις (Μάιος 2020) προβλέπει πολύ μικρό πρωτογενές πλεόνασμα, 0,6% του ΑΕΠ για το 2021. Η διαφορά ανάμεσα στο 2,5% και στο 0,6% είναι πολύ μεγάλη και η κάλυψή της με πρόσθετα μέτρα πολιτικής θα προκαλούσε στην κυβέρνηση σοβαρούς οικονομικούς και πολιτικούς πονοκεφάλους, κάνοντας πολλούς να υποστηρίξουν ότι τέτοια στροφή της οικονομικής πολιτικής προς τη λιτότητα απαιτεί νέα λαϊκή εντολή (εκλογές).
Όλοι αυτοί οι «πονοκέφαλοι» φαίνεται ότι περνούν οριστικά στο παρελθόν για την κυβέρνηση, αφού ο προϋπολογισμός του 2021 θα καταρτισθεί χωρίς να δεσμεύεται η Ελλάδα από τους αυστηρούς δημοσιονομικούς στόχους του πλαισίου ενισχυμένης εποπτείας, αλλά με δύο αστερίσκους: ανεξάρτητα από την απόκλιση από το στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα, η Κομισιόν δεν θα επιτρέψει σοβαρές αποκλίσεις στο κυκλικά προσαρμοσμένη δημοσιονομικό αποτέλεσμα (προσαρμόζεται με βάση τη μεταβολή του ΑΕΠ, άρα λαμβάνεται υπόψη η ύφεση), ενώ οι αποκλίσεις που θα υπάρξουν το 2021 δεν θα πρέπει να εκτροχιάζουν εντελώς τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.