Οικονομία

Στοιχήματα και ανοιχτά μέτωπα στην οικονομία


Μπροστά σε μια περίοδο μεγάλων προκλήσεων βρίσκεται η ελληνική οικονομία, ξεκινώντας τη νέα χρονιά από πλεονεκτική θέση, αφού πέρασε ήδη τον δημοσιονομικό «κάβο» και βρίσκεται πλέον σε τροχιά ανάπτυξης. Το μεγάλο στοίχημα είναι πλέον η επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης, με παράλληλη διατήρηση των υψηλών δημοσιονομικών επιδόσεων, περαιτέρω χαλάρωση της λιτότητας και συνέχιση των μέτρων κοινωνικής πολιτικής.

Αυτούς τους – φαινομενικά ή και ουσιαστικά – αντιτιθέμενους στόχους είναι αναγκασμένη να «κυνηγήσει» η κυβέρνηση,  διαμορφώνοντας το κατάλληλο μείγμα οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής και επιδιώκοντας την ευρύτερη δυνατή  συναίνεση σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο.

Για την επίτευξη τους είναι βέβαια αναγκαία και η περαιτέρω ενίσχυση της εμπιστοσύνης  των αγορών, η οποία πρέπει να «μεταφρασθεί» σε αυξανόμενη  εισροή ξένων κεφαλαίων –  σε άμεσες επενδύσεις, στα κρατικά ομόλογα και στο χρηματιστήριο.

Το μομέντουμ και οι αβεβαιότητες

Στο ξεκίνημα της χρονιάς το μομέντουμ είναι θετικό. Τους προηγούμενους μήνες επιβεβαιώθηκε η επάνοδος της ελληνικής οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, διεθνείς οίκοι, Κομισιόν και ΔΝΤ προβλέπουν περαιτέρω επιτάχυνση το 2019, η «παραγωγή» πρωτογενών υπερπλεονασμάτων συνεχίζεται, ενώ όλοι οι οικονομικοί δείκτες βελτιώνονται – με μοναδική εξαίρεση τις επενδύσεις.  
Όμως οι θετικές προοπτικές υπονομεύονται από δύο μεγάλες αβεβαιότητες:

  1. Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον που επιδεινώνεται, καθώς η οικονομική ανάπτυξη  αποδυναμώνεται, οι αγορές διανύουν περίοδο αστάθειας και βρίσκονται στα πρόθυρα μεγάλης διόρθωσης, η μακροχρόνια τάση των επιτοκίων είναι ανοδική, ενώ οι ανοιχτοί ή υπόγειοι εμπορικοί πόλεμοι κλιμακώνονται, επεκτεινόμενοι στο πεδίο της γεωπολιτικής.
  2. Τις τρεις  εκλογικές αναμετρήσεις που πρόκειται να διεξαχθούν εντός του έτους στην Ελλάδα,  προκαλώντας απορρύθμιση  της κρατικής μηχανής, δυσλειτουργίες στην οικονομία και κινδύνους δημοσιονομικής χαλάρωσης, που θα δυσχεραίνει την επίτευξη των στόχων.

Οι αποδόσεις των ομολόγων

Προς το παρόν οι δείκτες καταναλωτικής εμπιστοσύνης και επιχειρηματικών προσδοκιών εμφανίζονται βελτιωμένοι, συμβαδίζοντας με την επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης, την περαιτέρω αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας και τις ενδείξεις ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων μετά από μία δεκαετία συνεχούς πτώσης.

Παράλληλα όμως η αρνητική διεθνής συγκυρία και η αστάθεια στις αγορές κρατούν σε υψηλά επίπεδα τις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών χρεογράφων, δυσχεραίνοντας την υλοποίηση του σχεδίου επιστροφής της χώρας στις αγορές προς κάλυψη των δανειακών αναγκών της με χαμηλό κόστος.

Ανάπτυξη βασισμένη στην κατανάλωση και τον τουρισμό

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες και με πρόσθετο ανασταλτικό παράγοντα την πολιτική αβεβαιότητα που δημιουργεί ο εκλογικός κύκλος, η επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης, η αποκλιμάκωση της ανεργίας και η παραγωγή υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων γίνονται δύσκολοι στόχοι

Όπως φαίνεται από την ανάλυση των στοιχείων του ΑΕΠ, η ανάπτυξη το 2018 βασίσθηκε πρωτίστως στην ιδιωτική κατανάλωση και στα έσοδα από τον τουρισμό, η συμβολή των εξαγωγών ήταν μικρότερη, ενώ η επενδυτική δραστηριότητα παρέμεινε υποτονική.

Ο στόχος για ανάπτυξη 2,5% το 2019 (από κατ’ εκτίμηση 2,1% το 2018) φαίνεται αρκετά φιλόδοξος. Για να επιτευχθεί, η ελληνική οικονομία καλείται να κάνει μία υπέρβαση βασιζόμενη πάλι στην εγχώρια ζήτηση – καταναλωτική και προερχόμενη από επενδύσεις –που θα αντισταθμίσει ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις  από την επιδείνωση των συνθηκών στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία.

Τα τελευταία δέκα χρόνια η Ελλάδα δεν έχει εμφανίσει τόσο υψηλό ρυθμό ανάπτυξης. Μπορεί όμως να τον επιτύχει φέτος, αν δεν υπάρξουν απρόβλεπτες διεθνείς εξελίξεις εξαιρετικά δυσμενείς. Ο ΟΟΣΑ προβλέπει 2,2%, η Κομισιόν 2,3%, το ΔΝΤ 2,4%.

Κλειδί οι επενδύσεις

Ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι το κλειδί για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και την περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας, η οποία προβλέπεται ότι θα πέσει φέτος στο 18,2%, από 19,6% το 2018.

Με την αύξηση του ΑΕΠ συναρτώνται επίσης η επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,6% (έναντι μνημονιακού στόχου 3,5%) και η δυνατότητα συνέχισης και διεύρυνσης του πακέτου κοινωνικών μέτρων, με παροχές και ελαφρύνσεις στους οικονομικά ασθενέστερους.

Όμως, χωρίς μεγάλη αύξηση των επενδύσεων και της εισροής ξένων κεφαλαίων, ο στόχος για ανάπτυξη 2,5% θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσεγγισθεί.

Σημαντική θα είναι πάντως η συμβολή των δημοσίων επενδύσεων, οι οποίες θα είναι φέτος αυξημένες κατά 11,9% σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό. Μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων θα διατεθούν κονδύλια  6,750 δισ. ευρώ, με έμφαση σε έργα  και δράσεις που θα κινητοποιήσουν ιδιωτικούς πόρους.

 Η έξοδος στις αγορές

Η πορεία της οικονομίας, οι δημοσιονομικές επιδόσεις, η εκλογική αβεβαιότητα – αλλά και το διεθνές κλίμα – θα είναι οι βασικοί παράγοντες για την έκβαση ενός άλλου μεγάλου «στοιχήματος», που αφορά τη μόνιμη επιστροφή της χώρας στις χρηματαγορές και τη δυνατότητά της να καλύπτει τις δανειακές ανάγκες με ομολογιακές εκδόσεις χαμηλών επιτοκίων.

Το κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο έχει καταστρώσει τα σχέδια του και είναι stand-by για την πρώτη μεταμνημονιακή έκδοση, αναμένοντας να βελτιωθεί το κλίμα στις αγορές και να υποχωρήσουν περαιτέρω οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων.

Δεν βιάζεται, δεδομένου ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες το 2019 είναι μικρές, μόλις 11,74 δισ. ευρώ σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, ενώ έχει και το «μαξιλάρι» των 26,4 δισ. ευρώ. Όμως, η αναμενόμενη βελτίωση της διεθνούς συγκυρίας για τα ομόλογα, μπορεί να αντισταθμισθεί από αυξανόμενη πολιτική αβεβαιότητα στην Ελλάδα ενόψει εκλογών. 

Το timing είναι λοιπόν θέμα εκτιμήσεων και σωστών προβλέψεων, από τις οποίες θα εξαρτηθούν το μέγεθος των ομολογιακών εκδόσεων και ο βαθμός επιτυχίας του εγχειρήματος.

Χ. ΝΙΑΚΑΣ

Διαβαστε επισης