Τράπεζες

Στο ναδίρ τα επιτόκια για επιχειρήσεις, αλλά τα δάνεια είναι λίγα


Στο χαμηλότερο επίπεδο όλων των εποχών έχουν πέσει τα επιτόκια δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων από τις τράπεζες, με μεγάλη μείωση της διαφοράς από τα αντίστοιχα επιτόκια στις άλλες χώρες της ευρωζώνης. Το παράδοξο, εκ πρώτης όψεως, είναι ότι αυτή η υποχώρηση του κόστους δανεισμού δεν συνοδεύεται από αύξηση των χρηματοδοτικών ροών προς τις επιχειρήσεις, που έγιναν αρνητικές τον Σεπτέμβριο, για πρώτη φορά εδώ και ενάμιση χρόνο.

Στοιχεία του ΙΟΒΕ δείχνουν ότι τα επιτόκια για τις επιχειρήσεις έχουν πέσει στο ναδίρ. Όπως σημειώνει το ΙΟΒΕ στο μηνιαίο δελτίο για τις εξελίξεις στη βιομηχανία, το μέσο κόστος νέου δανεισμού για τις ελληνικές επιχειρήσεις μειώθηκε αισθητά τον Σεπτέμβριο, στο διαχρονικά χαμηλό επίπεδο του 2,8%, περιορίζοντας την απόκλιση από το μέσο κόστος δανεισμού επιχειρήσεων στην ευρωζώνη και τον «Νότο» της ευρωζώνης, στις 132 και 79 μονάδες βάσης από 196 και 144 μονάδες βάσης, αντίστοιχα, τον Αύγουστο.

Όπως φαίνεται στο γράφημα, το σταθμισμένο μέσο κόστος δανεισμού των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, που βρισκόταν στα τέλη του 2018 στο επίπεδο του 5%, τον Σεπτέμβριο μειώθηκε απότομα, υποχωρώντας στο 2,8%. Από τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους, το μέσο κόστος δανεισμού βρισκόταν σε ανοδική τροχιά, έως και τον Αύγουστο, για να σημειώσει αυτή την απότομη αποκλιμάκωση τον Σεπτέμβριο.

 

Οι τράπεζες δείχνουν πλέον μεγαλύτερη διάθεση να περάσουν στις επιχειρήσεις το πολύ χαμηλό κόστος χρηματοδότησης που έχουν οι ίδιες, αντλώντας περισσότερα από 40 δισ. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με αρνητικά επιτόκια και λαμβάνοντας σημαντικά ποσά νέων καταθέσεων κατά την περίοδο της πανδημίας με μηδενικά επιτόκια.

Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, οι τραπεζικές διοικήσεις θέτουν πλέον ως βασική προτεραιότητα την αύξηση της χρηματοδότησης στην πραγματική οικονομία, έχοντας δεχθεί και αρκετά ισχυρή πίεση από την κυβέρνηση για να κινηθούν σε αυτή την κατεύθυνση. Κυρίως, όμως, επειδή εκτιμούν διαφορετικά τον πιστωτικό κίνδυνο, κρίνοντας ότι η ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας, η διάσωση του επιχειρηματικού τομέα με τα κρατικά μέτρα στήριξης και η διατήρηση των νέων «κόκκινων» δανείων της περιόδου της πανδημίας σε χαμηλά επίπεδα συνηγορούν στην κατεύθυνση της χορήγησης νέων πιστώσεων και μάλιστα με χαμηλά επιτόκια.

Όμως, παρότι τα ιστορικά χαμηλά κόστη δανεισμού θα έπρεπε, θεωρητικά, να αυξήσουν τη ζήτηση νέων δανείων και, τελικά, τις ροές πιστώσεων στις επιχειρήσεις, αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει. Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, ο 12μηνος ρυθμός ετήσιας αύξησης των πιστώσεων προς τη βιομηχανία έγινε αρνητικός τον Σεπτέμβριο για πρώτη φορά μετά από 18 μήνες. Στο σύνολο του ιδιωτικού τομέα (περιλαμβάνονται και τα νοικοκυριά), οι καθαρές ροές νέων πιστώσεων ήταν θετικές κατά €0,5 δισεκ.


Προς το παρόν, παρότι η οικονομία βρίσκεται στο σημείο εκκίνησης ενός νέου αναπτυξιακού κύκλου και τα επιτόκια έχουν μειωθεί, οι επιχειρήσεις δεν προστρέχουν στο τραπεζικό σύστημα με μεγάλη ένταση για να λάβουν νέες πιστώσεις. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις αντλούν δάνεια και κεφάλαια από τις αγορές με εκδόσεις ομολόγων και μετοχών στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ είχαν στραφεί στις τράπεζες για την επείγουσα άντληση ρευστότητας στα πρώτα στάδια της πανδημίας, όταν δημιουργούσαν γραμμές άμυνας έναντι της επερχόμενης κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας.

Επιπλέον, οι «μεγάλοι» γνωρίζουν ότι τα επενδυτικά τους σχέδια θα χρηματοδοτηθούν κατά προτεραιότητα με τα φθηνά δάνεια 13 δισ. ευρώ που θα χορηγηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης και δεν έχουν λόγους να βιασθούν να προσφύγουν στις τράπεζες, ακόμη και όταν επιτόκια είναι σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.

Οι μικρότερες επιχειρήσεις, που έχουν ούτως ή άλλως μεγάλη δυσκολία πρόσβασης στις τράπεζες, καθώς είναι μονοψήφιο το ποσοστό αυτών που κρίνεται από τις τράπεζες ότι είναι κατάλληλες για να δανειοδοτηθούν (50.000 - 60.000 επί συνόλου 800.000 επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα), έχουν περιορίσει δραστικά τις χρηματοδοτικές τους ανάγκες αυτή την περίοδο, καθώς έλαβαν μεγάλα ποσά ρευστότητας μέσω κρατικών προγραμμάτων (επιστρεπτέα προκαταβολή κ.α.), ενώ η οικονομία έχει επανέλθει σε συνθήκες κανονικής λειτουργίας και οι τζίροι πλησιάζουν τα προ πανδημίας επίπεδα.