Σε εξονυχιστικό έλεγχο στα χαρτοφυλάκια καταναλωτικών δανείων των τραπεζών της ευρωζώνης θα προχωρήσει ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) της Ευρωπαϊκής Τράπεζας, στο πλαίσιο του άτυπου stress test αυτού του φθινοπώρου, καθώς επικρατεί έντονη ανησυχία για ενδεχόμενη αύξηση των κόκκινων δανείων, σε μια περίοδο όπου το διαθέσιμο εισόδημα πιέζεται από τον πρωτοφανώς υψηλό πληθωρισμό και τα επιτόκια δανεισμού αυξάνονται.
Για τις ελληνικές τράπεζες, αυτό σημαίνει ότι θα κληθούν να παρουσιάσουν αναλυτικά στοιχεία σχετικά με τις καθυστερήσεις που παρατηρούνται, ακόμη και αν αυτές δεν ξεπερνούν τους τρεις μήνες, ώστε να καταχωρηθεί ένα δάνειο στα μη εξυπηρετούμενα.
Σημειωτέον ότι, παρά τη μεγάλη μείωση των ανοιγμάτων, ως αποτέλεσμα των μεγάλων τιτλοποιήσεων κόκκινων δανείων και της μείωσης των νέων χορηγήσεων, οι ελληνικές τράπεζες διατηρούν (στοιχεία Αυγούστου 2022) συνολικό υπόλοιπο καταναλωτικών δανείων 38,8 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 30 δισ. αφορούν στεγαστικά και τα 8,8 δισ. λοιπά καταναλωτικά δάνεια. Έτσι, το απόθεμα καταναλωτικών δανείων αντιστοιχεί σε περισσότερο από ένα τρίτο του συνολικού υπολοίπου δανείων (περίπου 113 δισ. ευρώ).
Οι Έλληνες τραπεζίτες αναφέρουν ως τώρα ότι δεν παρατηρείται αύξηση στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, σημειώνουν όμως ότι η πίεση που δέχονται οι καταναλωτές μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση επισφαλειών στο άμεσο μέλλον.
Μιλώντας χθες σε εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών, ο Φωκίων Καραβίας, διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, είπε ότι είναι «υπαρκτός ο κίνδυνος αύξησης των επισφαλειών» και οι τράπεζες οφείλουν «να παρακολουθούν το θέμα πολύ στενά». Όπως τόνισε, «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οικογενειακοί προϋπολογισμοί είναι σε μεγάλη πίεση. Υπάρχει πίεση στο καλάθι της νοικοκυράς, υπάρχει πίεση στις τιμές ενέργειας και πλέον λόγω της αύξησης επιτοκίων τα νοικοκυριά θα πρέπει να καταβάλουν υψηλότερη δόση για τα δάνεια τους. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, μιλώντας με στοιχεία για τους πρώτους εννέα μήνες του 2022, δεν έχουμε δει κάποιες ανησυχητικές ενδείξεις».
Ανησυχητικές ενδείξεις βλέπει, όμως, σε επίπεδο ευρωζώνης, ο επικεφαλής του SSM, Αντρέα Ενρία, ο οποίος κάλεσε τις τράπεζες να μην εφησυχάσουν επειδή αυξάνονται τα έσοδά τους από τόκους, χάρη στην αύξηση των ευρωπαϊκών επιτοκίων, και επειδή, προς το παρόν, δεν έχουν αυξηθεί τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Προαναγγέλλοντας, εμμέσως πλην σαφώς, τους αυστηρούς εποπτικούς ελέγχους που θα ακολουθήσουν στα χαρτοφυλάκια καταναλωτικών δανείων, ο Ενρία τόνισε, μιλώντας χθες σε συνέδριο στη Βιέννη, ότι «ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε σχεδόν σε όλα τα χαρτοφυλάκια το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, αλλά πρόσφατα άρχισε να αυξάνεται στον τομέα των καταναλωτικών δανείων».
Όπως πρόσθεσε, «δεδομένης της αρνητικής ευαισθησίας των καταναλωτικών δανείων στην αύξηση των επιτοκίων και δεδομένου ότι οι τράπεζες με κύρια δραστηριότητα την καταναλωτική πίστη συγκαταλέγονται μεταξύ των λίγων τραπεζών που είδαν τα καθαρά έσοδα από τόκους να μειώνονται το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, η δυναμική αυτού του χαρτοφυλακίου χρήζει ιδιαίτερης προσοχής».
Σε ό,τι αφορά τις χορηγήσεις στον επιχειρηματικό τομέα, το κύριο πρόβλημα, όπως επισήμανε ο Ενρία, είναι ότι έχουν αυξηθεί απότομα τα δάνεια που βρίσκονται σε προσωρινή καθυστέρηση (δάνεια Δεύτερου Σταδίου), δηλαδή τα δάνεια όπου παρατηρείται καθυστέρηση πληρωμής πάνω από 30 ημέρες, αλλά δεν έχουν φθάσει ακόμη στις 90 ημέρες, για να περάσουν στα κόκκινα.
«Τα δάνεια με χαμηλές επιδόσεις», τόνισε ο Ενρία, «ή τα δάνεια του Σταδίου 2 από λογιστική άποψη, συνέχισαν να αυξάνονται το β ́ τρίμηνο του 2022 σε σχεδόν 10%, πάνω από το ανώτατο επίπεδο που σημειώθηκε το τελευταίο τρίμηνο του 2020».
«Αυτό θα μπορούσε να υποδηλώνει τη συσσώρευση αυξημένου πιστωτικού κινδύνου», υπογράμμισε ο Ενρία και εξήγησε: «Καθώς ο όγκος των ΜΕΔ έχει μειωθεί κυρίως λόγω πωλήσεων, τιτλοποιήσεων και διαγραφών, παρά λόγω θεραπειών και αποπληρωμών δανείων, οι υψηλότερες εισροές δανείων στο στάδιο 2 ενδέχεται να σηματοδοτήσουν αύξηση του όγκου των ΜΕΔ βραχυπρόθεσμα, μόλις επιβραδυνθούν οι έκτακτες πράξεις μεταβίβασης ΜΕΔ. Η εξέλιξη των δανείων του σταδίου 2 πρέπει να παρακολουθείται, ιδίως σε σχέση με τις τράπεζες και τα τραπεζικά επιχειρηματικά μοντέλα που εκτίθενται σε τομείς ευάλωτους στις αυξήσεις των τιμών του φυσικού αερίου και της ενέργειας».